Είναι κάποιες ιστορίες έρωτα που δεν ολοκληρώθηκαν. Που δεν ξεκίνησαν ποτέ ή που τελείωσαν πιο νωρίς απ’ ότι τους έπρεπε, που δεν έκαναν τον κύκλο τους όπως αρμόζει σε όλες τις μεγάλες ιστορίες.
Είναι αυτοί οι έρωτες που φλερτάρουν με τα μάτια ή με το σώμα που μιλάει καλύτερα από τις λέξεις. Είναι οι έρωτες που ζουν σε μια ατμόσφαιρα τόσο ηλεκτρισμένη που μπορεί να φτάνει σε φαινομενική για τους άλλους κόντρα με καλά κρυμμένα τ’ αληθινά αισθήματα.
Πάθη που παίζουν κρυφτό λόγω απόστασης ή λόγω ηλικίας, λέξεις που δεν εκφράστηκαν ποτέ λόγω μιας άλλης σχέσης, ερωτική επανάσταση που δεν οργανώθηκε γιατί οι συνθήκες ήταν τέτοιες που δε δόθηκε η ευκαιρία ή γιατί η δειλία έβαλε φραγμούς να μπλεχτεί η καρδιά σε κάτι τόσο δυνατό.
Κι όλο αυτό γίνεται ένα σαράκι και για τους δύο που μπορεί να φτάσει χρόνια ολόκληρα.
Στην πραγματικότητα αυτό που αυθόρμητα θέλουν να κάνουν είναι να κάνουν τον τοίχο έδαφος και να κολλήσουν τον άλλο σε απόσταση αναπνοής. Να του πουν ότι είναι ο πιο όμορφος, αστείος, ενδιαφέρον άνθρωπος που γνώρισαν ή ότι δεν έχει κανένα από αυτά, αλλά τον γουστάρουν χωρίς τέλος. Να μπλέξουν τα χέρια στα μαλλιά και να χαθούν μέσα σε φιλιά πάθους για να σβήσουν τη φλόγα που σιγοκαίει κάθε φορά.
Το ανεκπλήρωτο είναι και το πιο ποθητό, γιατί κινείται στη σφαίρα της φαντασίας που φτιάχνει σε τρέιλερ όσα η πραγματικότητα δεν εκπληρώνει.
Stop. Rewind.
Μετά την πρώτη σκηνή, ονειρεύονται να ξυπνάει δίπλα τους αυτός ο άνθρωπος τυλιγμένος στο σώμα τους, να τους σκάει ένα φιλί και μετά πολλά φιλιά και μετά να γίνονται πράξη όσα η φαντασία ξεκίνησε. Οι σκέψεις, ένας ενοχλητικός τελάλης που λέει πως την επόμενη φορά πρέπει να βάλουν ένα τέλος ή μια αρχή και την επόμενη φορά πάλι δειλιάζουν, γιατί γαμώτο οι συνθήκες πάλι δε βοήθησαν. Και η επόμενη φορά δεν έρχεται ποτέ.
Γι’ αυτό ένας έρωτας που δεν εκπληρώθηκε καταλήγει να είναι τόσο σιωπηλός, αλλά και τόσο ηχηρός ταυτόχρονα.
Αυτά τα σχεδόν ζευγάρια μένουν πάντα μισά. Μισές χαρές που τις μοιράζονται μόνο σ’ εκείνο το τρέιλερ, σχέδια που δεν έγιναν από κοινού, ρουτίνα ανύπαρκτη.
Κάτι θα φταίει κάθε φορά και το αύριο θα είναι καταδικασμένο να έχει εμπόδια.
Ένας τοίχος κάποτε έγραφε «τα μεγαλύτερα απωθημένα δεν είναι αυτά που δεν έζησες ποτέ, αλλά αυτά από τα οποία πήρες μια μικρή γεύση». Μικρή γεύση είναι το φλερτ που παραμένει στους παλμούς των δύο που ανεβαίνουν επικίνδυνα, μικρή γεύση είναι ο ιδρώτας που τους κατακλύζει, το χαμόγελο με υπονοούμενα, τα βλέμματα που παίζουν πονηρά μεταξύ τους, τα ροδοκόκκινα μάγουλα, τα «συγγνώμη, ήταν τυχαίο» αγγίγματα, τα χείλη που καίνε.
Ένα παιχνίδι που επαναλαμβάνεται, αλλά ποτέ δεν καταλήγει σε σχέση. Μια ελπίδα που θρέφει την πίστη ότι κάποια μέρα το ανεκπλήρωτο θα εκπληρωθεί.
Τα απωθημένα είναι ύπουλα. Οδηγούν το μυαλό να ταξιδεύει εκεί που αποφεύγει και το σώμα να αναζητεί αφορμές για μια επαφή.
Κάποτε θα ονομαστούν λάθη που χάσανε από φόβο. Ένα πάθος που δεν έσβησε, ένα μη λεκτικό «σε θέλω», ένα «θα συναντηθούμε πιο κάτω», ένα «σε γουστάρω» που προτίμησε να μην ειπωθεί.
Μα ό,τι δεν έκανε τον κύκλο του πάντα επιστρέφει. Και κάθε φορά επιστρέφει πιο δυνατό κι έτοιμο να σε διαλύσει αν πεις ακόμα ένα «όχι τώρα».
Για όλα τα «όχι τώρα» που λέγονται, εκδικείται η ζωή.
Η εκδίκηση έρχεται εκεί που θα αντικρύσουν τον άλλο να προχωρά στη ζωή του ή να φεύγει για κάποια άλλη χώρα ή να αλλάζει προτεραιότητες στις οποίες δε βρίσκονται πουθενά ή να ερωτεύεται άλλον/η.
Και δεν θα μάθουν ποτέ πώς θα ήταν να πουν καλημέρα και να φτιάξουν πρωινό μαζί, δε θα μάθουν ποτέ πώς θα ήταν να ανήκουν σε κείνο το σώμα ή να ταξιδέψουν παρέα.
Δεν θα μάθουν, γιατί δεν τόλμησαν να μάθουν.
Πες μια φορά: «Πάμε να φύγουμε μαζί κι ό,τι θέλει ας γίνει» . Τώρα, όχι την επόμενη φορά. Μπορεί και να μην υπάρξει επόμενη. Τουλάχιστον έτσι θα μάθεις την αρχή ή το τέλος σας.