Κυριακή βραδάκι, όταν η πόλη χρεοκοπεί από παρέες κι ιστορίες ελαφρότητας που ταιριάζουν στα Σαββατοκύριακα, δεν υπάρχει στόμα που να μην έχει ξεστομίσει τη χιλιοειπωμένη ατάκα, «Αύριο δηλαδή πάμε πάλι στη δουλειά;». Το ύφος του ομιλητή παρόμοιο με των υπόλοιπων παρευρισκομένων, απογοητευμένο και κενό.

Κι ενώ διαβάζεις προβλέψεις για τον αυριανό καιρό διαδικτυακά για να αποφασίσεις αν θα παίξει δερμάτινο ή μπουφάν, παραδίπλα μερικοί κάθονται αμέριμνοι και δε συμμερίζονται την έννοια σου. Εσύ εύχεσαι να έχει λήξει η απεργία των λεωφορείων κι εκείνοι έχουν ν’ ανέβουν σε λεωφορείο δυο χρόνια. Βλέπεις, δουλεύουν απ’ το σπίτι.

Θα σηκωθούν το πρωί στο ζεστό τους σπιτάκι, θα βάλουν στην καφετιέρα γαλλικό φουντούκι να γίνεται όσο θα ανοίγουν τους υπολογιστές και τους φακέλους που θα χρειαστούν σε κανένα μισάωρο για να πιάσουν δουλειά. Δε θα χρειαστεί να προετοιμάσουν το κολατσιό τους για το διάλειμμα ούτε να περιμένουν σε ουρές για takeaway καφέ με την ψυχή στο στόμα.

Κι αν τύχει και πάνω στο μισάωρο δεν είναι έτοιμοι, προφανώς και δεν έγινε και κάτι. Είναι στην ευχάριστη θέση να μπορούν να παραχωρήσουν οι ίδιοι στον εαυτό τους ευελιξία ωραρίου. Σε καμία πόρτα απ’ αυτές που είναι γύρω τους δεν υπάρχει παρουσία διευθυντή ή προϊσταμένου. Αυτοί ίσως να ακουστούν τηλεφωνικά αργότερα ή αύριο ή ακόμα καλύτερα καθόλου εφόσον δεν προκύψει κάποιο έκτακτο ζήτημα.

Αφού σερβίρουν την απαραίτητη ποσότητα καφεΐνης στην αγαπημένη τους κούπα που μοιάζει με κατσαρόλα, θ’ ανοίξουν τα παράθυρα και θα χαζέψουν τον καιρό κι αν δουν καμιά ψιχάλα, θα νιώσουν ρίγη ανακούφισης που δε θα χρειαστεί να μουλιάσουν σε υποχρεωτικά πηγαινέλα. Ετοιμοπόλεμοι πλέον και χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος να ξεφορτωθούν τα χαχόλικα ρούχα του ύπνου τους, παίρνουν θέση οκλαδόν στην πολυθρόνα της επιλογής τους, αυτή που γνωρίζει τον ποπό τους καλύτερα απ’ οποιαδήποτε άλλη.

Στη διάρκεια της εργασίας τους είναι στην προνομιούχα θέση να καλύψουν τυχόν λάθη χωρίς αυτά να πάρουν έκταση, να διορθώσουν άλλα χωρίς να έχει προηγηθεί παρατήρηση και να αναλάβουν πρωτοβουλίες χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να περάσει το αίτημά τους απ’ το γραφείο του υπευθύνου, η πόρτα του οποίου κάποιες φορές ενδέχεται να αργεί ν’ ανοίξει κι όταν ανοίξει να μην ξέρει κανείς τι εκπλήξεις κρύβει.

Για να είμαστε ωστόσο δίκαιοι, όταν εσύ θα κανονίσεις τσίπουρα με τους συναδέλφους μετά τη δουλειά και συναδελφικά σουαρέ που ξεκινούν με στόλισμα των ανωτέρων και καταλήγουν με «Τι να μαγειρέψω αύριο;» και «Ξέρεις κανέναν καλό να πάω για σέρβις το αυτοκίνητο;», εκείνοι το πιο συναδελφικό που τους έρχεται στο μυαλό είναι η ευχάριστη φωνή μιας Σόφης που ακούγεται συμπαθητική, αλλά που θα τη δουν κάποια στιγμή μέσα στο τρίμηνο, στο προγραμματισμένο meeting της εταιρίας. Δεν μπορούν να φανταστούν την αξία αυτών των άτυπων group therapy που σε αποσυμπιέζουν και σ’ επανεκκινούν.

Κι όταν τους πιάνει επαγγελματική σπαρίλα, δεν έχουν κοντά κάποιον να τους χαλαρώσει με χιούμορ ή με κάποια ιστορία άνευ επαγγελματικής θεματολογίας, ούτε και κάποιον που θα λειτουργήσει θετικά πάνω τους ώστε να βρουν νέο κίνητρο κι όρεξη και να επιστρέψουν πάνω στα χαρτιά τους με περισσότερη έμπνευση και πιο δημιουργικοί. Μόνοι βαλτώνουν και μόνοι οφείλουν να βρουν νέους τρόπους για να αποφύγουν το εργασιακό burn-out.

Επίσης, ποτέ δε θα μάθουν το καλύτερο δυνατό της παραγωγικότητάς τους. Επειδή δεν έχουν ένα μέτρο σύγκρισης δε γνωρίζουν ποτέ αν αυτό που παράγουν αρκεί ή αν υπό πίεση θα μπορούσαν να πετύχουν υψηλότερα επίπεδα απόδοσης. Ίσως να παραιτούνται δίνοντας λιγότερες μάχες κι ευκολότερα να δικαιολογούν τον εαυτό τους, ονοματίζοντας τις μέρες «κακές», για να κουκουλώσουν μια τεμπελιά ή μια άγνοια που δεν έχουν κουράγιο σήμερα να τη μετατρέψουν σε γνώση. «Από Δευτέρα!» που λένε και στις δίαιτες.

Δεν υπάρχει εργασιακό περιβάλλον που να συνοψίζει προτερήματα ελλείψει μειονεκτημάτων. Ακόμα και το ίδιο σου το σπίτι, η φωλιά σου, το πιο ασφαλές καταφύγιο, έχει να σου προσφέρει πολλά μπόνους, αλλά σου αποσύρει άλλα. Σε γλυκαίνει με την ευλογία της μοναξιάς την ίδια ώρα που σε απομονώνει και σε απομακρύνει απ’ την πιθανότητα σύστασης ενός κοινωνικού δικτύου πέρα απ’ αυτό των φίλων σου.

Σε αποσυμφορίζει από χρόνους μετακίνησης και ταλαιπωρίες του δρόμου, αλλά σου στερεί κίνητρα κι ευφάνταστες ιδέες που θα μπορούσαν να σου φανούν χρήσιμες στην επαγγελματική σου ανέλιξη. Σου δίνει το δικαίωμα του «φιδιάσματος» χωρίς άμεσες συνέπειες, αλλά την ίδια στιγμή σε κακομαθαίνει σαν παιδί που ίσως δε θα μπορέσει να παίξει σ’ όλες τις συνθήκες παρά μόνο στις ευνοϊκές.

Κι όπως συνήθως συμβαίνει μ’ όλα όσα δεν έχεις, τα εκτιμάς. Κι αν αύριο το ξυπνητήρι σου γράφει 6:30πμ. για να προλάβεις το λεωφορείο των 7:10πμ., κρυφοζηλεύεις αυτούς που θα σηκωθούν ένα τέταρτο πριν απ’ την έναρξη του ωραρίου. Αλλά κι εκείνοι, οι εργάτες του σπιτιού, βρίσκουν μέσα στην καθημερινή ταλαιπωρία σου ένα νεύρο και μια κοινωνικότητα που τους έχει λείψει.

Ας βάλουμε τα ξυπνητήρια μας και καλή μας εβδομάδα! Έτσι κι αλλιώς, όπου και να ‘μαστε αύριο, θα χασμουριόμαστε!

 

Επιμέλεια Κειμένου Βάσιας Δερμεντζοπούλου: Πωλίνα Πανέρη

 

Συντάκτης: Βάσια Δερμεντζοπούλου