Ας το κάνουμε σαφές απ’ την αρχή. Δε μαζευτήκαμε, σήμερα εδώ, για να υμνίσουμε τη διαφορετικότητα και το σεβασμό πάσης φύσης δικαιωμάτων. Αν ακόμη είναι υπό συζήτηση τα παραπάνω, μαύρο φίδι, που μας έφαγε. Κι είναι χειρότερο, που είναι μαύρο το φίδι,ε; Λες κι αν ήταν λευκό ή κίτρινο, θα απολαμβάναμε το τσίμπημα! Και τώρα, όλο και κάποιο αλάνι θα βρεθεί, που δε φοβάται μήτε τα φίδια, μήτε τα χρώματα και θα φωνάξει: «Μαύρο, ρε αλήτες! Τα μαύρα φίδια είναι πάντα τα καλύτερα!». Έκρηξη εγκεφάλου. Κάθε φορά, που αποδίδουμε apriori ανωτερότητα στο διαφορετικό, μήπως εκφράζουμε με λανθασμένο τρόπο το φόβο μας να κατηγορηθούμε για ρατσισμο; Μάλλον. Και μάλλον, μόλις επαληθεύσαμε αυτόν το φόβο.
«Ξέρω ένα γκέι ζευγάρι, που υιοθέτησαν ένα κοριτσάκι κι είναι εξαιρετικοί γονείς!»: Αντιρατσιστικό το αρχικό μήνυμα, ρατσιστικό το υποβόσκον. Πιθανώς να μην περιμέναν πολλοί, οτί μπορούσαν να ανταποκριθούν σε γονεϊκό ρόλο.
«Ο γιατρός, που χειρούργησε τον κολλητό μου ήταν μαύρος. Έχω δει γιατρούς και γιατρούς, αλλά σαν αυτόν, κανείς!». Επίσης, αντιρατσιστικό το αρχικό μήνυμα, ρατσιστικό το υποβόσκoν. Το έγχρωμο δέρμα έχει βρεθεί, ότι συνδέεται ερευνητικά με μια ανωτερότητα σε δεξιότητες χειρουργικής; Ή μήπως, πρέπει να πέσουμε απ’ τα σύννεφα, ότι παρά το μαύρο δέρμα τού χειρουργού, είδε άσπρη μέρα ο ασθενής;
«Στη σχολή κάνω παρέα με έναν Πακιστανό, έχω γνωρίσει και τους γονείς του, πολύ ήσυχοι άνθρωποι». Μια από τα ίδια, αντιρατσιστικό το αρχικό μήνυμα, ρατσιστικό το υποβόσκον. Λογικά, θα ήταν αναμενόμενο να φανταστούμε τους γονείς του να κατηγορούνται για οπλοκατοχή και ανάμειξη σε ληστείες. Ειδάλλως, δε χρειαζόταν αυτή η φιλήσυχη διευκρίνιση.
Κάθε φορά, που υποβιβάζουμε μια διαφορά, μάλλον δίνουμε στην ίδια τη διαφορά λόγο ύπαρξης. Κάθε φορά, που εκθέτουμε μια υπερβολικά αντιρατσιστική ανωτερότητα, διαπράττουμε ρατσισμό της άλλης πλευράς. Και κάθε φορά, που χτυπάμε τη διαφορετικότητα, την υπενθυμίζουμε στον κόσμο ως κάτι σημαντικό. Κάθε τέτοια φορά, τροφοδοτεί ένα ρατσιστικό σχήμα, κυρίως την ίδια εκείνη ώρα, που μοιάζει να το καταριέται. Όταν η πρόταση, που δομείται, αρχικά, στα γλωσσικά κέντρα του εγκεφάλου μας κι έπειτα γλιστράει στη γλώσσα μας, έχει οποιοδήποτε πρόσημο, αποδιδόμενο σε συγκυριακούς και μόνο παράγοντες, τότε μάλλον είναι η κατάλληλη στιγμή να ασχοληθούμε με τον εγκέφαλο κι όχι με τους παράγοντες. Κοινώς, να αλλάξουμε μυαλά ή έστω ματιά.
Περίεργα πράγματα! Φοβόμαστε το κάτι άλλο, ανοίγουμε τη λάθος κουρτίνα στο μεγάλο παζάρι του ρατσισμού και «ζονγκ!». Αδιαφορούμε για το διαφορετικό και μας καταπίνει ο εγωκεντρισμός μας. Εξισώνουμε το αλλιώτικο με το ανώτερο κι από ‘κει, όπου φανταζόμαστε τον εαυτό μας ήρωα κι επαναστάτη κατά του παλιακού συστήματος, γυρνάμε δίπλα μας κι ανταμώνουμε πάλι ρατσιστές, αυτούς που μετακόμισαν στην αντίπερα όχθη, να μας καλοσωρίζουν.
Η εξατομικευμένη προσέγγιση, η μελέτη της περίπτωσης κι όχι μόνο των συνόλων, καθώς κι οι ένας προς ένα δυναμικές σχέσεων δεν πέρασαν από τα σχολεία και τις γειτονιές μας, ψελλίστηκαν στα Πανεπιστήμια, ξεχάστηκαν σε μια ενήλικη ζωή, που διευκολύνεται από ταμπέλες, καθώς με αυτόν τον τρόπο κόβει δρόμο για να φτιάξει προβλεπόμενα κοινωνικο-οικονομικά status, πάσης φύσης ατομικές ταυτότητες και καλοσχηματισμένα σώματα ταμπελοποιημένης ομορφιάς. Η πόλωση είναι πάντα ευκολότερη από την αποδοχή όλου του φάσματος κι οι γκρι ζώνες εκβιάζουν ισχυρές επιχειρηματολογίες. Ζοριστήκαμε κοινωνικά, αλλά τα ζόρια έχουν ένα μεγάλο πλεονέκτημα: φέρνουν αλλαγές.
Για να είμαστε δίκαιοι, το παρόν άρθρο είναι ρατσιστικό. Υπογραμμίζει το διαφορετικό, εκθέτει ρατσιστές κι αντιρατσιστές, βάζει ταμπέλες, οπότε και διαπράττει κάποιου είδους ρατσισμό. Η ευχή θα μπορούσε να είναι τέτοιες θέσεις, κι η δική μου μαζί με αυτές, να αναιρεθούν, όχι σε λόγια τύπου φιλοσοφίες πληκτρολογίου, αλλά κοινωνικά. Η ίδια η κοινωνία οφείλει να ξεράσει τις κατασκευασμένες διαφορές της κάποιο βράδι, που θα έχει βαρυστομαχιάσει από παιδεία και θα έχει πιει πολλά καραφάκια πολιτισμού.
Κάποιο βράδι, που θα γεννιούνται ιδέες του κουτιού και θα πεθαίνουν παραδίπλα πολυχρησιμοποιημένα στερεότυπα. Μέχρι τότε, «stay tuned!», που λένε και σε ένα χωριό τούτου του κόσμου, ευρωπαϊκό ή μη!
Επιμέλεια Κειμένου Βάσιας Δερμεντζοπούλου: Κατερίνα Κεχαγιά.