Ο τιτανομέγιστος Μπρύκνερ λέει ότι δεν πάσχουμε από έλλειψη συναισθημάτων, αλλά από υπερβολική ανάγκη για συναισθήματα. Και μερικές φορές ένας χωρισμός μπορεί να γίνει εξαιτίας ακριβώς αυτού του λόγου. Ο τωρινός μας σύντροφος δεν μας εκφράζει όπως πιστεύαμε, δεν μας δίνει αυτές τις φοβερές συγκινήσεις που ονειρευόμαστε ότι θα έκανε και έτσι αποφασίζουμε ότι μας «τέλειωσε ο έρωτας», και αποφασίζουμε να το σχολάσουμε το έργο. Σίγουρα σκεφτόμαστε ότι υπάρχει κάτι καλύτερο εκεί έξω για εμάς. Το πρόβλημα όμως με αυτού του είδους την αιτία χωρισμού είναι ότι δεν υπάρχει κάτι απτό για να το χρησιμοποιήσουμε ως βάση του χωρισμού. Δεν είναι δηλαδή μια απάτη ή κάποια αξιακή διαφορά τόσο μεγάλη που θα καθιστούσε τον χωρισμό δικαιολογημένο. Και εδώ αρχίσουν οι συγκρούσεις. Κυρίως οι εσωτερικές με τους εαυτούς μας. Το πώς θα το πούμε, πώς θα το διαχειριστούμε και εν τέλει πώς θα το επιλύσουμε.
Μπροστά σε όλον αυτό τον κυκεώνα συναισθημάτων και την αδυναμία μας να τον εξηγήσουμε, συνήθως πιανόμαστε από μυριάδες δικαιολογίες για να καθυστερήσουμε την κατάληξή του με το σύνηθες πρόσχημα ότι θα πληγώσουμε τον άλλο. Πείθουμε τους εαυτούς μας ότι είναι μάλλον μια φάση και θα περάσει και έτσι πολλές φορές το περνάμε μόνοι μας, ελπίζοντας ότι ένα πρωί θα φύγει και θα είμαστε μια χαρά και όλα θα γίνουν όπως πρώτα ή τουλάχιστον θα επιλυθούν από μόνα τους.
Σαν επόμενο στάδιο επιλέγουμε να χρησιμοποιήσουμε ένα κάρο δικαιολογίες για να εκφράσουμε έστω και με έμμεσο τρόπο στον σύντροφο μας ότι κάτι δεν πάει καλά. Ελπίζουμε μέσα μας ότι κάποια από όλους αυτές –τις συνήθως άσχετες– δικαιολογίες θα κάνουν τον σύντροφό μας να υποψιαστεί κάτι και να μας ανοίξει ο ίδιος την κουβέντα και έτσι να αποποιηθούμε της ευθύνης ότι εμείς το ξεκινήσαμε. Αλλά και πάλι τον πραγματικό λόγο δεν τον λέμε. Την αλήθεια μας, βρε αδερφέ. Και έτσι βάζουμε τον σύντροφό μας σε μια κατάσταση αμυντική, όπου αρχίζει να εξηγεί και να απολογείται και να προσπαθεί να κάνει διορθωτικές κινήσεις για να «βελτιώσει» αυτά που ο σύντροφος έχει θίξει μέσω των δικαιολογιών, μπας και σωθεί η κατάσταση. Αλλά και πάλι τίποτα δε φτιάχνει. Και νέες δικαιολογίες έρχονται στο προσκήνιο και ο σύντροφος ξαναπροσπαθεί να κάνει διορθωτικές κινήσεις αλλά και πάλι τζίφος. Τίποτα δεν φαίνεται να λειτουργεί.
Ένας ψυχικά εξουθενωτικά κύκλος που δε λέει να κλείσει με δυο άτομα σε κατάσταση απελπιστικής ανάγκης εκ διαμέτρου αντιθέτων αναγκών. Και οι δύο χαμένοι. Το παιχνίδι σικέ και τα ζάρια πειραγμένα.
Η δικαιολογία-λόγος «δε θέλω να σε πληγώσω και γι’ αυτό δε σου λέω την αλήθεια κατευθείαν» είναι τοποθετημένος στα δικά μου κατάστιχα ως ο πιο φτηνός, εγωιστικός, παρτακίστικος λόγος που υπάρχει στη σφαίρα των ανθρωπίνων σχέσεων και δη ερωτικών.
Γιατι, αν το σκεφτούμε καλά, ό,τι μας έχει πληγώσει στη ζωή μας είναι το ψέμα και η αίσθηση ότι μας εκμεταλλεύτηκαν με κάποιο τρόπο. Και η υποβολή του άλλου σε ατέλειωτα μαρτύρια, αμφιβολίες και ανησυχίες, αγώνες επιδιόρθωσης, ικανοποίηση αναγκών, ενώ η αλήθεια δεν είναι εκεί, είναι κατεξοχήν εκμετάλλευση και παρτακισμός. Τα θέλουμε όλα δικά μας. Και την έλλειψη σύγκρουσης αλλά και να μην μας κακοχαρακτηρίσει ο σύντομα τέως σύντροφος μας.
Από την άλλη, βέβαια, θα μου πείτε ότι δεν υπάρχουν και πολλοί άνθρωποι εκεί έξω που αντέχουν την αλήθεια τους, πόσο μάλλον να την εκφράσουν κιόλας, και σίγουρα δεν είμαστε άμεμπτοι Βούδες όπου όλα τα κάνουμε σωστά και με ηθική ακεραιότητα. Και θα συμφωνήσω μαζί σας.
Όμως όταν η δική μας αδυναμία να δούμε και να εκφράσουμε την αλήθεια μας, και η παρατεταμένη χρήση αδόκιμων δικαιολογιών, κομματιάζει έναν άλλο άνθρωπο, τότε ίσως θα έπρεπε να σκεφτούμε την ευθύνη που έχουμε όχι μόνο απέναντι του, αλλά και στους ίδιους μας τους εαυτούς να είμαστε όσο πιο αυθεντικοί μπορούμε.
Και αυτό το εννοώ στις πράξεις και ουχί στα γαμάτα τσιτάτα που ποστάρουμε στο φέισμπουκ.
Ο έρωτας δεν τυχαίνει απλώς. Δεν είναι κάτι που το παθαίνουμε και μετά φεύγει σαν το συνάχι. Ο έρωτας είναι δουλειά. Καθημερινή και εντατική. Και όταν βρούμε έναν άνθρωπο που μας γεμίζει σε κάποια κομμάτια και έχοντας υπόψιν ότι είναι σπάνιο στις μέρες μας, τότε αυτό τον έρωτα τον παλεύουμε, τον γεμίζουμε, τον διεκδικούμε τίμια. Και αφού τα κάνουμε όλα αυτά με επικοινωνία, και σύνεση και προσπάθεια, τότε ακόμη και αν μας «τελειώσει» θα μπορούμε να το πούμε στο σύντροφο μας καθαρά και ντόμπρα χωρίς υπεκφυγές, και να είστε σίγουροι ότι αυτό ο σύντροφος θα το καταλάβει και δεν θα πληγωθεί –τόσο πολύ τουλάχιστον– γιατι ήταν από την αρχή και γνώστης και κοινωνός όλης αυτής της προσπάθειας και αναγνωρίζει τον αγώνα και την προσπάθεια.
Οτιδήποτε άλλο είναι υπεκφυγές και δικαιολογίες για να μην καθίσουμε εμείς οι ίδιοι και να παραδεχθούμε ότι σε αυτή την κρίσιμη στιγμή είμαστε ευθυνόφοβοι, παρτάκηδες, και εγωιστές. Τα ζευγάρια διαλύονται όχι από απογοήτευση αλλά από υπερβολική ιδέα για τον εαυτό τους. Και αυτή είναι η μόνη αλήθεια, αγαπημένοι μου, ανεξαρτήτου αποτελέσματος. Το «φοβάμαι μην σε πληγώσω» είναι απλώς ένα σακί άμμος που μέσα βάζουμε το κεφάλι μας προσποιούμενοι ότι αυτό που φοβόμαστε δεν υπάρχει και ότι όσο περισσότερο το αρνηθούμε τόσο περισσότερο δεν θα μας επηρεάζει. Η ψυχή όμως πάντα μα πάντα ξέρει καλύτερα.
Αν έχεις τα κότσια να της αναμετρηθείς.