Όταν κάποιος ακούει τη λέξη υστεροφημία, αυτόματα σκέφτεται τις δάφνες και τα στεφάνια των ηρώων που πέρασαν πριν από εμάς και των οποίων η φήμη και το έργο θα υπάρχει και μετά από εμάς. Είναι όλοι εκείνοι οι άνθρωποι που αγαπήσαμε είτε σε προσωπικό είτε σε συλλογικό επίπεδο, που μας έχουν αφήσει μια πλούσια παρακαταθήκη έργων και συναισθημάτων, άξια μνείας στο παρόν και στο μέλλον μας. Η έννοια της υστεροφημίας, της μετά θάνατον δηλαδή φήμης, έχει συνδεθεί με φιλοσόφους και καλλιτέχνες, μεγάλο μέρος των οποίων αναγνωρίστηκε μετά το θάνατό τους.

Ούτως ή άλλως, έχει γραφτεί κάπου ότι το θανάσιμο τρίλημμα είναι: να σώσεις το τομάρι σου, την υστεροφημία σου, ή την ψυχή σου. Και είναι ένα θανάσιμο τρίλημμα, αν σκεφτεί κανείς ότι ο αγώνας της ανθρώπινης επιβίωσης περιστρέφεται καθημερινά γύρω από αυτές τις συνιστώσες. Επειδή όμως, όπως όλοι ξέρουμε, «η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράμα» ίσως μας είναι πολύ πιο εύκολο να επικεντρωθούμε στο να σώσουμε την υστεροφημία μας.

Όπως κάθε περίπλοκη έννοια μπορεί να έχει διάφορες προσεγγίσεις, έτσι και η υστεροφημία μπορεί να χρησιμοποιηθεί, κακοποιηθεί, παραμορφωθεί κι εντέλει να χάσει εντελώς την αξία της. Η υστεροφημία αναφέρεται μόνο στην μετά θάνατον φήμη μας, αλλά την μπερδεύουμε με τη φήμη και τη χρησιμοποιούμε σε οτιδήποτε αφορά το «μετά». Μετά εργασίας, φιλίας, σχέσης, μετά οικογένειας.

Η εμμονική ανάγκη μας να μετράμε τη φήμη μας είναι αντιστρόφως ανάλογη της αξίας που δίνουμε στον εαυτό μας. Ίσως να ακούγεται λίγο ακραίο, αλλά πιστεύω ότι η ενασχόληση μας με το τι φήμη θα αφήσουμε, πέραν του τέλους μιας σχέσης για παράδειγμα, αφαιρεί λίγο από την μαγεία του παρόντος. Είναι ένα καθαρά πρωτόγονο, εγωιστικό μας κομμάτι αυτό.

Έχουμε την ανάγκη να είμαστε αγαπητοί, αρεστοί κι αποδεκτοί. Το πώς μας βλέπουν οι άλλοι και τι πιστεύουν για εμάς, γίνεται αυτόματα ο καθρέπτης μας για το τι πιστεύουμε εμείς για εμάς. Προσπαθούμε με νύχια και με δόντια να χτίσουμε μια φήμη αντάξια της εικόνας μας και οτιδήποτε μπορεί να τη χαλάσει θα απογοητεύσει εμάς, και κυρίως όλους εκείνους που εμείς πιστεύουμε ότι έχουν σημασία για την επικύρωση αυτής της εικόνας. Μπερδέμενο κι αγχωτικό δεν είναι όλο αυτό; Μου μοιάζει λίγο σαν αγώνας δρόμου που μόνοι μας έχουμε δημιουργήσει, μόνοι μας τρέχουμε και στο τέλος πάντα βγαίνουμε δεύτεροι. Φαύλος κύκλος δηλαδή.

Και πόσο εμείς, οι άνθρωποι, αγαπάμε αυτούς τους κύκλους!

Αξίζει να αναρωτηθεί κανείς, αν όλη αυτή η ανάγκη μας για καλές εντυπώσεις, αγγίζει τα όρια της φιλαυτίας. Κι αν αυτό είναι ο μπούσουλάς μας, τότε η εικόνα μας είναι φτιαγμένη από μάσκες που απλώς εναλλάσσουμε για να ευχαριστήσουμε το κοινό μας. Αυτό που παρουσιάζουμε στους άλλους είναι ένα βολικό περίβλημα που ταιριάζει στην εκάστοτε περίσταση, έτσι ώστε να μη μας απορρίψουν. Κι αυτό που θέλουμε να πετύχουμε είναι αυτό που επί της ουσίας αναιρούμε.

Η τελειότητα και η αναζήτηση της αψεγάδιαστης εικόνας μας είναι μια ψευδαίσθηση. Αδυνατούμε να δούμε την ανθρώπινη, τρωτή μας πλευρά. Κολλάμε, γιατί θέλουμε να είμαστε εμείς οι καλύτεροι του μετά, οι πιο άξιοι, οι πιο αξιόλογοι κι αξιόπιστοι. Οι καλύτερες γκόμενες και γκόμενοι που πέρασαν ποτέ από τη ζωή του άλλου. Εμείς να τους έχουμε σημαδέψει, εμείς και μόνο εμείς να τους έχουμε κάψει, εμάς να θυμούνται σε κάθε τους βήμα, εμείς να έχουμε υπάρξει σταθμός στη ζωή του άλλου.

Κι έτσι το παρόν μας μετατρέπεται σ’ αυτό το θέατρο της προσποιητής τελειότητας, με τσιτάτα και κλισέ, με μια αγωνία να αφήσουμε τις καλύτερες αναμνήσεις κι αποτέλεσμα ν’ αφήνουμε να περνάνε στα ψιλά, πράγματα που δεν είναι εντάξει, μας πειράζουν και καταστρατηγούν τα όριά μας. Όλα στο βωμό του πώς εμείς οι ίδιοι έχουμε ορίσει ότι πρέπει να είναι η εικόνα και η φήμη που θα αφήσουμε πίσω μας στο μετά, και στο μετέπειτα του μετά.

Ξεχνάμε όμως ότι αυτοί που μας ξέρουν και μας έχουν καταλάβει στην ουσία μας, ποτέ δε θα νοιαστούν για το μετά μας, ούτε για την τωρινή μας τελειότητα. Θέλουν την αλήθεια μας. Αυτήν την εικόνα που αναδύεται έτσι φυσικά, με τα όλα μας, λάθη και σφάλματα, αλλά με την παραδοχή της αλήθειας μας, με τις πρωτοβουλίες που παίρνουμε να ξεκαθαρίσουμε τη θέση μας όταν χρειάζεται, να παρακάμψουμε τον εγωισμό μας, και πάντα μα πάντα να ψάχνουμε ευκαιρίες να εξελισσόμαστε.

Ίσως τελικά, η πιο όμορφη εικόνα μας να πηγάζει από το οξύμωρο της μη ανάγκης μας γι’ αυτή. Ίσως η σωστή απάντηση στο τρίλλημα «τομάρι, φήμη ή ψυχή», να είναι ψυχή, γιατί μόνο έτσι θα σωθούν και τ’ άλλα δύο.

 

Συντάκτης: Μαρία Αγοραστού