Όταν η πόλη κοιμάται μια άλλη πόλη μόλις ξυπνάει. Παντού σε όλες τις γωνιές του κόσμου υπάρχει και μια παράλληλη μικροπόλη, ένας μικρόκοσμος που ξεκινάει να ζει, να εργάζεται, να επιβιώνει, να μοιράζεται. Είναι όλοι εκείνοι που δουλεύουν σε νυχτερινά μαγαζιά και σχολάνε, είναι εκείνοι που δουλεύουν σε μαγαζιά που λειτουργούν αφού όλα έχουν κλείσει, είναι και οι πελάτες που συχνάζουν και στα πριν και στα μετά. Ή μόνο στα μετά. Είναι ο κόσμος στα λεγόμενα αφτεράδικα της πόλης.

Είναι ένας μικρόκοσμος που δεν επιδέχεται Καρτεσιανές διχοτομήσεις. Όλα και όλοι χωράνε. Ο καθένας με το νταλκά του, την καύλα του, την στεναχώρια του, το παράπονο του, τη χαρά του, το κάψιμο του.

Εδώ η νύχτα δεν παλεύει να γίνει μέρα. Οι περισσότεροι ζουν σε αυτό το σκοτάδι όπου όλα καλύπτονται κι έχουν άδεια να είναι ο εαυτός τους, ακόμη και ο πιο ευαίσθητος και ο πιο στραβός και ο πιο ενοχικός. Στα ξενυχτάδικα της πόλης υπάρχουν μουσικές που δύσκολα θα ακούσεις αλλού και τα ποτά έχουν μια εξωκοσμική γεύση. Ο μπάρμαν δεν είναι αυτός που σου σερβίρει το ποτό αλλά εκείνος που σε βλέπει και σε ξέρει στις πιο ευαίσθητες σου στιγμές.

Κάποιος μπορεί να δει μια περίεργη μίξη ανθρώπων από όλα τα επίπεδα και στράτες της ζωής να γίνονται μια παρέα έστω και αν είναι για μερικές ώρες. Μερικές φορές οι αναλύσεις φτάνουν βαθιά υπαρξιακά επίπεδα, άλλες φορές είναι απλώς ο νταλκάς για μια γυναίκα που πρόδωσε και άλλες για όλα εκείνα το όμορφα γκομενάκια που κατακτήθηκαν ή θα μπορούσαν εν δυνάμει να κατακτηθούν.

Υπάρχει μια έντονη αίσθηση συνομωσιολογίας στις πολιτικές αντιπαραθέσεις και κάποιος που ξέρει περισσότερα γιατί κάποιος του το είπε που “αυτός ξέρει”.

Είναι συζητήσεις γεμάτες εικόνες και φωνές που σε έναν άλλο χώρο να μην ήταν καν επιτρεπτές. Ένα σφηνάκι κερασμένο πάντα κάπου σκάει και κάποιος θα ψάχνει τσιγάρα γιατί έχουν τελειώσει από όλους.

Σπανίως υπάρχει μια συγκεκριμένη παρέα, αναμιγνύονται όλοι με όλους. Μια λέξη που σε αγγίζει από τους διπλανούς και βρίσκεσαι μαζί τους να συζητάς το τότε, το τώρα, το μετά. Παραδόξως, όλες μας οι εμπειρίες είναι παρόμοιες. Ο πόνος ίδιος. Η απώλεια βιωμένη το ίδιο. Μόνο τα πρόσωπα αλλάζουν. Και είναι όμορφη αυτή η σύνδεση γιατι το αλκοόλ μας κάνει όλους πιο αυθεντικούς και εκεί το μοίρασμα έχει μια αλήθεια που δύσκολα της αντιστέκεσαι.

Είναι συνήθως μοναχικοί και ποιητές μιας άλλης ζωής. Το αλκοόλ είναι η συντροφιά τους και η μουσική το έναυσμα για πληθώρα αναμνήσεων. Σκέψεις τους κατακλύζουν και χιλιάδες εικόνες πλημμυρίζουν το μυαλό τους από το -όχι και τόσο τελικά- ξεχασμένο παρελθόν τους. Είναι αυτοί που δεν αλλάζουν και δεν πουλάνε τη μοναδική ερωμένη τους: Τη νύχτα.

Υπάρχει μια Μπουκοφκική σχεδόν κατάνυξη όπου όλοι γνωρίζουν ότι η μέρα πλησιάζει και πριν η πραγματικότητα επανεμφανιστεί όλα παίζονται και όλα είναι στα άκρα. Οι λέξεις ειπώνονται και γράφονται πάνω σε χαρτοπετσέτες νωπές από τα ποτά και σε παρατημένες αποδείξεις.

Υπάρχει πάντα ένα ματαιωμένο όνειρο, μια νέα τάξη πραγμάτων που δεν χωράει στο δικό τους χωροχρόνο. Μερικές φορές αυτός ο χωροχρόνος είναι λίγο ρομαντικοποιημένος, όπως όλα τα πράγματα που ζήσαμε παλιότερα. Άλλες φορές είναι σκληρός και άτεγκτος και τωρινός.

Υπάρχουν έρωτες που ξεκίνησαν και τέλειωσαν εκεί, υπάρχουν κουβέντες που δεν θα μπορούσαν να ειπωθούν παρά μόνο εκεί. Υπάρχουν συναισθήματα που αναπτύχθηκαν μόνο εκεί και σπίθες σε βλέμματα που γεννήθηκαν και πέθαναν εκεί, και δεν αναπαράγονται πουθενά αλλού.

Όχι δεν είναι ποιητικός αυτός ο μικρόκοσμος αλλά είναι από τους πιο αληθινούς που έχω συναντήσει.

 

Στον Β.

Συντάκτης: Μαρία Αγοραστού