Τώρα τελευταία με έχουν πιάσει κάτι υπαρξιακοί παροξυσμοί, άλλο πράγμα ρε παιδί μου.

Πες το μεγαλώνω, πες το ο Ερμής ήταν ανάδρομος, το Game of Thrones έχει καταντήσει προβλέψιμο, δεν ξέρω τι, αλλά έχω απορίες, πολλές και επειδή είμαι και από τις τυχερές που μπορώ να τις εκφράσω εδώ και να σας τα πρήξω λίγο, θα σας εκθέσω μια βασική.

Τους θυμάστε τον Ρώμο και το Ρωμύλο; Τα διδυμάκια στην αρχαία Ρώμη που τα πέταξε ο πανκάκιστος Αμούλιος και τα βρήκε και τα τάιζε μια λύκαινα, και μετά έγιναν μεγάλα και τρανά κλπ κλπ. Η όλη εικόνα του Ρώμου και του Ρωμύλου έχει προκαλέσει άπειρες συζητήσεις στο ερώτημα του ποιος ευθύνεται για την ανάπτυξη της προσωπικότητας μας: η βιολογία μας ή το περιβάλλον μας;

Πολλές φορές χρησιμοποιούμε ένα από τα δύο για να περιγράψουμε έναν άνθρωπο.

Λέμε «Έλα μωρέ έτσι είναι αυτός οξύθυμος από τη φύση του» ή « μεγάλωσε σε δύσκολη οικογένεια, μην τον παρεξηγείς». Δικαιολογούμε και εξηγούμε ως επί το πλείστον, βάσει αυτής της πολικότητας. Εντάξει, υπάρχει και το «Είναι μαλάκας, τέλος» αλλά αυτό πάλι είναι άλλο ζήτημα.

Και όχι δεν είδα πουθενά κάποια διδυμάκια να τα ταΐζει μια λύκαινα, αν και θα ήθελα είναι η αλήθεια, αλλά είδα και βλέπω από την απέναντι πολυκατοικία δυο παιδιά να παίζουν στα μπαλκόνια τους.

Είναι πάνω κάτω στην ίδια ηλικία, γύρω στα δέκα. Αγόρια και τα δυο, σε διπλανά μπαλκόνια.

Η μία οικογένεια είναι σούπερ συντηρητική, με μπαμπά στον στρατό, μαμά οικιακά και γιαγιά στο άλλο τετράγωνο, πάνε όλοι μαζί εκκλησία.

Η άλλη οικογένεια σε άλλη φάση, ο μπαμπάς και η μαμά στην ευρεία κατηγορία «καλλιτέχνες», γιαγιάδες και παππούδες σε κάποια επαρχιακή πόλη, δηλώνουν και οι δύο γονείς αγνωστικιστές.

Τα αγόρια της κάθε οικογένειας, τα έχω πετύχει στο πάρκο πολλές φορές.

Αυτό που μου έχει κάνει εντύπωση είναι ότι ενώ είναι στα διπλανά μπαλκόνια, και γνωρίζονται, όταν είναι στο πάρκο, όπου δεν υπάρχουν και διαχωριστικά κάγκελα, δεν παίζουν σχεδόν ποτέ μαζί.

Το παιδί της συντηρητικής οικογένειας, προτιμάει το μοναχικό παιχνίδι, συνήθως με αυτοσχέδια όπλα από κλαδιά, πάρα πολύ πειθαρχημένο και ευγενικό και φεύγει από το πάρκο το ίδιο καθαρό όπως όταν ήρθε.

Το παιδί της άλλης πιο «χίπικης» οικογένειας, παίζει συνήθως με όλους, φωνάζει πολύ, ανακατεύεται με τα χώματα και ό,τι ζωύφιο βρει, και φεύγει από το πάρκο μέσα στη λάσπη και στη βρωμιά.

Η ερώτηση-υπαρξιακός παροξυσμός που μου προκύπτει είναι για το πόσο αυτά τα παιδιά διαφέρουν τόσο πολύ μεταξύ τους εξαιτίας του τρόπου ανατροφής τους.

Είναι και τα δυο στην ίδια ηλικία, πανομοιότυπο κοινωνικό-οικονομικό επίπεδο, ίδια γειτονιά, ίδια σχολεία, ίδια ερεθίσματα. Και όμως, η ιδιοσυγκρασία τους είναι εντελώς διαφορετική.

Είναι κάποιο παιδί πιο ευτυχισμένο από τα δύο; Αναπτυξιακά, έχουν και τα δυο τις ίδιες ανάγκες: οριοθέτηση, ενθάρρυνση, ανάπτυξη αυτοπεποίθησης και αρχή μια κάποιας κριτικής σκέψης.

Το παιδί της συντηρητικής οικογένειας, αποφεύγει να τα κάνει μαντάρα γιατί όποιος είναι στο πάρκο μαζί του πάντα θα του κάνει παρατήρηση. Συνήθως να μην ενοχλεί τους άλλους και να προσέχει να μην λερωθεί. Για το άλλο παιδί αυτό δεν παίζει. Οι παρατηρήσεις γίνονται συνήθως γιατί έχει μαζέψει πολλά ζωύφια και δεν χωράνε στα βαζάκια που κουβαλάει.

Το αγόρι της μη συντηρητικής οικογένειας, φαίνεται πιο ελεύθερο, πιο απελευθερωμένο, πιο παιδί, ρε παιδί μου. Για μερικούς τρόπους συμπεριφοράς του δεν θα έπαιρνε και έπαινο είναι η αλήθεια, αλλά πάραυτα έχει αυτήν την αφέλεια που ένα 10χρονο οφείλει να έχει.

Το άλλο, είναι όντως πολύ ευγενικό, πάντα το καλό παιδί, πάντα υπακούει τους κανόνες, αριστούχος στο σχολείο και βοηθάει τη μαμά του στα ψώνια και στη λαϊκή. Για το άλλο, γίνεται χαμός όταν είναι να καθαρίσει το δωμάτιο του, προτιμάει τα ζωύφια του και είναι μονίμως περίεργος για όλα.

Δίλημμα λοιπόν, ποιος περνάει καλύτερα; Και μακροπρόθεσμα πιο παιδί θα είναι πιο επιτυχημένο στην ζωή του; Και όταν λέω επιτυχημένο, εννοώ ευτυχισμένο στις σχέσεις του. Γιατι η επιτυχία του ανθρώπου μόνο από εκεί κρίνεται.

Με μια πρόχειρη αναγωγή θα έλεγα, το παιδί της χίπικης οικογένειας.

Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι βγάζω γενικά συμπεράσματα για όλα τα παιδιά που μεγαλώνουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Αλλά από την εμπειρία μου, οι άνθρωποι που τα καταφέρνουν καλύτερα, στις ενήλικες σχέσεις τους και δη στις ερωτικές, είναι εκείνοι που τους επιτρεπόταν να τα σκατώσουν μικροί.

Να πειραματιστούν, να εκτεθούν, να μην τους νοιάζει το φαίνεσθαι, να δίνουν όταν θέλουν και όχι όταν πρέπει, να τους αγαπάνε χωρίς ανταλλάγματα καλού παιδιού και καθωσπρεπισμού, με όρια που είναι ουσιαστικά και όχι απλώς επειδή έτσι είναι ή επειδή «το λέω εγώ».

Κακά τα ψέματα, είμαστε προϊόντα του περιβάλλοντος μας, και αυτή η αλληλεπίδραση, ειδικά με την οικογένεια μας, θα καθορίσει και πολλά πράγματα στην περαιτέρω ανάπτυξη και διαχείριση των δικών μας σχέσεων.

Ας τα αφήσουμε λοιπόν τα παιδιά να πειραματιστούν, να ξεφτιλιστούν λιγάκι, να δοκιμάσουν το μη επιτρεπτό -ο,τι και να σημαίνει αυτό- να γνωρίσουν τον εαυτό τους πέρα από αυτό που τους επιβάλλουμε από φόβο μην γίνουν κακομαθημένα ή αχάριστα, να είναι και παιδιά και λίγο ανεύθυνα.

Στο κάτω-κάτω το να μπορούμε να αγαπάμε και να αγαπιόμαστε χωρίς φόβο δεν είναι όλη η ουσία της ζωής μας;  

 

Συντάκτης: Μαρία Αγοραστού