Από την πρώτη στιγμή της ζωής μας, ερχόμαστε αντιμέτωποι με την πραγματικότητα του θανάτου. Η γέννησή μας είναι ένα συμβολικός αποχωρισμός αλλά μας βγάζει στην καινούργια μας πραγματικότητα: τη ζωή. Στην πορεία μας ερχόμαστε αντιμέτωποι με συμβολικές και κυριολεκτικές μορφές θανάτου. Στην παιδική μας ηλικία, ένα μαραμένο λουλούδι που βλέπουμε, η θέα ενός σκοτωμένου ζώου μας φέρνει πιο κοντά στην πραγματικότητα της σύγκρουσης ζωής και θανάτου και μας γεμίζει απορίες για υπαρξιακά ζητήματα που αδυνατούμε να καταλάβουμε.
Στην ενήλικη ζωή μας, ένας χωρισμός, ένα διαζύγιο, ένας αποχαιρετισμός αγαπημένου προσώπου που φεύγει από τη ζωή μας για να ζήσει αλλού όπως και μια αποβολή στην κύηση είναι μορφές συμβολικού θανάτου που δημιουργούν επώδυνα συναισθήματα. Σε ένα χωρισμό αποχαιρετούμε κοινά όνειρα, προσδοκίες και πλευρές του εαυτού μας που γεννήθηκαν μέσα στην σχέση αλλά και από την σχέση με τον εκλεκτό της ζωής μας. Αποχαιρετούμε συναισθήματα που γεννήθηκαν όταν νιώσαμε ότι βρήκαμε ένα συνοδοιπόρο στο προσωπικό μας ταξίδι.
Μια αποβολή στην κύηση σημαίνει τον αποχωρισμό από την επιθυμία μας να δώσουμε ζωή και αποχαιρετούμε μια πλευρά του εαυτού μας που άρχισε να ανθίζει· βιώνουμε με κάθε πλευρά της ύπαρξης μας την μάχη ανάμεσα στην ζωή και τον θάνατο.
Και αρχίζει η μάχη με την ανάγκη μας να αφεθούμε στη συνειδητοποίηση του συμβολικού θανάτου και στην ανάγκη μας να προστατευθούμε από αυτήν. Αυτή η μάχη που ορίζεται από εμάς, από τους αμυντικούς μας μηχανισμούς και από τον πόνο που νιώθουμε. Ματαιωνόμαστε σε κάθε πλευρά της ύπαρξης μας, θυμώνουμε, φοβόμαστε, πενθούμε. Μπαίνουμε σε δάσος συναισθημάτων και χρειάζεται να τα βιώσουμε, να τα επεξεργαστούμε και να απελευθερωθούμε για να συνεχίσουμε.
Αλλά η πιο πραγματική, παρεμβατική και βίαιη μορφή αποχωρισμού είναι ο κυριολεκτικός θάνατος. Ο κυριολεκτικός θάνατος κρατάει πανηγυρικά το τρόπαιο της ματαίωσης γιατί συνοδεύεται από την μονιμότητα και την μη αντιστρεψιμότητα. Είναι το απόλυτο τέλος χωρίς καμία ελπίδας επιστροφής.
Δύο επιλογές ανοίγονται μπροστά μας.
Η πρώτη επιλογή είναι η πραγματική αποδοχή της θνησιμότητας μας, η πλήρης συνειδητοποίηση ότι όλα έχουν αρχή και τέλος, η επίγνωση ότι σαν υπάρξεις δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για την αρχή και το τέλος μας. Αλλά μπορούμε να χρωματίσουμε το ενδιάμεσο, μπορούμε να αφεθούμε στο τώρα (στο παρόν) και να πορευτούμε ταΐζοντας την ψυχή μας με όλα αυτά που έχει ανάγκη: να συνδέεται με ανθρώπους, να δημιουργεί βαθιές και αληθινές σχέσεις, να δημιουργεί συναισθήματα, να βιώνει και γεμίζει το πλέγμα της ύπαρξης της με ζωή.
Ο δρόμος αυτός νικάει το φόβο γιατί κατανοεί ότι ό θάνατος είναι δίπλα μας, συνοδοιπόρος της ζωής και της ύπαρξής μας. Και μόλις συνειδητοποιήσουμε ότι δεν μπορούμε να ελέγξουμε κάτι που έχει δική του υπόσταση, κάτι που είναι τόσο πραγματικό και χειροπιαστό όπως η αναπνοή μας, τότε και μόνο τότε πραγματικά ζούμε.
Υπάρχει και η δεύτερη επιλογή που λέει ότι εγκλωβιζόμαστε στην ανάγκη μας προστατευθούμε από μια πραγματικότητα που φοβόμαστε να συνειδητοποιήσουμε επειδή δεν μπορούμε να ελέγχουμε. Βάζουμε όμως τους σπόρους που καλλιεργούν τον ψυχικό θάνατο, βάζουμε τους σπόρους για κατάθλιψη, πανικούς και φοβίες. Δημιουργούμε μια ψυχική κατάσταση που ενώ είμαστε ζωντανοί δε ζούμε.
Η ματαίωση που προκύπτει από το θάνατο είναι πραγματική και χειροπιαστή αλλά η ματαιότητα είναι έργο δικό μας.
Είναι έργο ζωής, της ζωής μας και καθορίζει τον τρόπο που δημιουργούμε ό,τι πιο ζωντανό έχουμε: το παρόν μας.