Από τη στιγμή που ξεκινάει η διαδικασία της γέννησής μας, ένα πράγμα είναι σίγουρο. Η μοναξιά είναι συνοδοιπόρος μας αλλά κι εχθρός μας. Ωστόσο, από την ώρα που αρχίζουμε κι υπάρχουμε σ’ αυτό το τόσο ζεστό περιβάλλον, αυτό που μας κρατάει σταθερούς μέχρι να είμαστε σε θέση να βγούμε έξω, εκτός από την τροφή, είναι αυτά που ακούμε. Ακούμε ήχους, θορύβους και φωνές. Φωνές των ανθρώπων που μας περιμένουν. Ακούμε μουσικές, κι απροσδιόριστες ακολουθίες από βόμβους, δονήσεις, μικρές ή μεγαλύτερες.
Η ανυπομονησία για το άγνωστο μεγαλώνει. Κι η μεγάλη στιγμή φτάνει! Βγαίνουμε σ’ ένα περιβάλλον όπου είμαστε περιτριγυρισμένοι από ένα σωρό ανθρώπους. Ανθρώπους που δε γνωρίζουμε, αλλά νιώθουμε τόσο γεμάτοι που είναι γύρω μας. Που καλούμαστε να εμπιστευτούμε για την επιβίωσή μας, πράγμα που κατά κάποιο τρόπο κι αλλάζοντας μορφές, δεν τελειώνει ποτέ. Κι έτσι ξεκινάει αυτό που λένε ζωή.
Όπως είπε και ο Αριστοτέλης, “Ο άνθρωπος είναι από τη φύση του κοινωνικό ον”. Κι η αλήθεια είναι αυτή. Είναι στη φύση μας να συναναστρεφόμαστε και να συμπορευόμαστε με άλλους ανθρώπους. Έχουμε την ανάγκη ν’ ανήκουμε κάπου. Χωρίς αυτό, ίσως να νιώθαμε κενοί. Έτσι λοιπόν μεγαλώνουμε κι από τη θαλπωρή της οικογένειάς μας, μεταφερόμαστε στη μεγαλύτερη κι ατελείωτη αγκαλιά του σχολείου. Εκεί ξεκινάει το πάρτι. Κι ενώ είναι στο απόγειό του, μετουσιώνεται στην έννοια του “ανήκειν” και των σχέσεων γενικότερα. Και μεγαλώνουμε, και μεγαλώνουμε. Και τσακ! Φτάνουμε στο σημείο που ανακαλύπτουμε το απίστευτο συναίσθημα του έρωτα· κάπου εδώ πρέπει να γίνει διαγραφή σε ό,τι ειπώθηκε προηγουμένως και να το πάμε από την αρχή!
Ο έρωτας, ε; Τι να πεις γι’ αυτόν! Απερίγραπτος, αφάνταστος, τρομερός, άτρωτος, παντοδύναμος, σκληρός και μαλακός, αεικίνητος. Το καλύτερο και το χειρότερο συναίσθημα. Μπορεί να σε κάνει να πετάς και την ίδια στιγμή να σε πετάει στα σκουπίδια. Από τη στιγμή που τον γνωρίσεις, εξαρτάσαι τόσο πολύ από αυτόν, όσο ένας εθισμένος από την ουσία του. Ακριβώς το ίδιο πράγμα. Έχεις έρωτα; Είσαι υπέροχα, μέσα στη μαστούρα σου. Δεν έχεις; Πονάς ολόκληρος, φρικάρεις, τρέμεις και τον ψάχνεις ασύμφορα. Τόσο άρρωστα που όταν δεν μπορείς να τον κατακτήσεις, γνωρίζεις για πρώτη, ίσως, φορά στη ζωή σου, τη μοναξιά. Μπορείς να είσαι παντού και πουθενά, μπορεί να είσαι με όλους αλλά τόσο μόνος. Μπορεί να θες να τελειώσεις πριν σε τελειώσει.
Μοναξιά λοιπόν. Πώς μπορεί να αποτυπωθεί; Ένα σπίτι γεμάτο με έπιπλα, αλλά τόσο άδειο και σκοτεινό. Με πολλούς ήχους τριγύρω, αλλά εσύ να εστιάζεις στη βρύση που στάζει επίμονα και μονότονα. Ένας χώρος γεμάτος με κόσμο που κοιτάει ο καθένα σε άλλη μεριά από τη δική σου. Κουβέντες και συζητήσεις αλλά χωρίς σύνταξη και γραμματικούς κανόνες. Μουσική χωρίς νότες. Γλυκός καφές αλλά χωρίς ζάχαρη. Μια μέρα με ήλιο, που σου μελανιάζει τα χέρια από τον παγετό.
Τόσοι πολλοί ορισμοί που οι λέξεις δε φτάνουν. Τόσα κενά, λοιπόν, που σε αρρωσταίνουν. Που δεν μπορούν να σ’ ελευθερώσουν. Ένας φόβος για το άγνωστο, ένας χώρος τόσο κλειστός. Σαν εκείνον, τον άλλο. Αυτόν απ’ όπου ξεκίνησε η ζωή μας. Μόνο που τώρα ακούμε τους έξω αλλά δε μας δίνουν κίνητρο για να βγούμε. Ξέρουμε πως κανείς δε μας περιμένει με ανυπομονησία κι οι θόρυβοι πια, φαντάζουν εκκωφαντικοί. Κι οι άνθρωποι που είναι γύρω μας, μάς αδειάζουν ακόμα περισσότερο. Ωστόσο, αξίζει ο έρωτας τη μοναξιά του εκ του αποτελέσματος, ή όταν φτάνεις στο δια ταύτα σκέφτεσαι πώς το τέλος ήταν η καλύτερη λύση εξαρχής;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου