Πόσες φορές έχεις κάτσει ν’ αναλογιστείς τον τρόπο που συμπεριφέρεσαι σε καταστάσεις που συμβαίνουν, πόσα θα ήθελες να πεις και δεν είπες, πόσες φορές θέλησες ν’ αντιδράσεις κάπως διαφορετικά σε πράγματα που είδες μπροστά σου και δεν το έκανες. Αναπολείς τον παλιό σου εαυτό, τον εαυτό που είχες 10-15 χρόνια πριν, που δε φοβόταν τίποτα, που έκανε χαμό σε κάθε τι που δεν του άρεσε, που δεν τον ένοιαζαν τα λεφτά κι η δουλειά αλλά ο έρωτας, οι φίλοι κι οι καλές ιδέες.
Τώρα πια, ειδικά αν έχουμε περάσει την τρίτη δεκαετία της ζωής μας, -που θεωρητικά είναι μια περίοδος που περισσότερο σκέφτεσαι πώς θα ζήσεις παρά πώς θα ζήσεις καλά-, πολλοί από εμάς σκεφτόμαστε πού είναι αυτός ο παλιός μας εαυτός, αυτός που μας έφτασε στο σήμερα και μας έχει κάνει αυτό που είμαστε. Σίγουρα, αν μπορούσαμε θα γυρνούσαμε σ’ εκείνα τα χρόνια και θ’ αναβιώναμε όλες εκείνες τις επαναστατικές κι έξω από τα καλούπια ιδέες μας, θα γράφαμε εκατοντάδες ωμές και συνάμα ρομαντικές σελίδες σκέψεων, θα ζούσαμε φλεγόμενα συναισθήματα και θα νοιαζόμασταν για το πώς ν’ αλλάξουμε τον κόσμο. Θα τα κάναμε όλα περισσότερο, πιο έντονα, πιο πολύ, μήπως αυτή τη φορά κρατήσουν μεγαλώνοντας και δεν ξεθωριάσουν στο «πώς στο καλό θα βγει ο μήνας».
Όταν κάθομαι και κάνω εικόνα εκείνον τον θερμόαιμο επαναστάτη νέο, μπορώ να φέρω στο μυαλό μου έναν άνθρωπο στην άλλη μεριά της πόλης -σαν άγνωστος φαντάζει- που ναι μεν δουλεύει πολύ, αλλά με μόνο στόχο να μπορεί να διασκεδάζει, που δεν του φτάνουν οι νύχτες, όχι γιατί πρέπει να έχει χρόνο να κοιμάται, αλλά γιατί τις νύχτες γεννιούνται οι μεγαλύτερες αλήθειες και τα πιο έντονα συναισθήματα και δε θέλει να χάσει την πρώτη τους ανάσα. Έναν άνθρωπο που χρησιμοποιεί το κινητό του για τα βασικά, όπως το πότε θα βρεθεί και με ποιον, τι ώρα να είναι στο τάδε σημείο. Που οι σχέσεις που κάνει είναι πιο ουσιαστικές, που συζητάει για τις μεγάλες ιδέες, που πηγαίνει σε πορείες, που δεν προσπερνά τον επαίτη, που αρρωσταίνει μια φορά τον χρόνο κι αν και κάνει μπάνιο στη θάλασσα λιγάκι ζαλισμένος.
Θα μου πεις, εντάξει, δεν είναι δα και τόσα πολλά τα χρόνια. Κι όμως, πολλά μπορεί να μην είναι, μα μοιάζουν σαν να πέρασαν αιώνες. Κι εγώ αλήθεια θέλω να θυμάμαι τα βράδια που αράζαμε στις θέες που είχαμε μάθει απ’ έξω -και τις είχαμε ανακαλύψει μέσα από τη διάθεσή μας για επικοινωνία κι ησυχία- που καθώς κοιτούσαμε τα φώτα της πόλης λέγαμε τι θα γίνουμε όταν μεγαλώσουμε και πόσα ταξίδια θα κάνουμε. Κι εκείνους τους έρωτες, που νομίζαμε ότι θα κρατήσουν για πάντα κι όχι μόνο για πάντα δεν κράτησαν, αλλά πια δεν τους θυμόμαστε καν, ή ακόμα χειρότερα, δε θέλουμε να τους φέρνουμε καν στη μνήμη. Ούτε τα ταξίδια που λέγαμε κάναμε, ούτε αυτό που θέλαμε να γίνουμε, γίναμε. Γι’ αυτό θέλω να γυρίσω τότε, που όλα ήταν ανοιχτά σαν πιθανότητες.
Τότε που οι εαυτοί μας ήταν τόσο άτρωτοι που ο,τι ήθελαν το έκαναν κι έπρατταν με τόσο ρομαντισμό κι αυθορμητισμό στις καταστάσεις, που ποτέ δεν έτρωγαν τα μούτρα τους, που ακόμα και να τα έτρωγαν, την ίδια στιγμή ξανασηκώνονταν. Που τα ψυχολογικά ήταν μέρος της καθημερινότητας αλλά μας έκαναν να γινόμαστε πιο δυνατοί χωρίς να μιζεριάζουμε για το αύριο.
Τώρα όμως είναι τώρα. Και φτάνοντας λοιπόν στο σήμερα, η ζωή μας όλη έγινε μια οθόνη και μεγαλύτερο μέρος της ημέρας μας το καταναλώνουμε στη δουλειά ή στο σπίτι -γιατί έχουμε άλλες υποχρεώσεις και πού να τρέχουμε τώρα. Ζούμε με μια κρυφή νοσταλγία μέσα μας, όμως, κάθε που θα έρθει το βραδάκι, ψάχνοντας νοητά μια θέα για να κάνουμε ξανά εκείνες τις όλο νόημα συζητήσεις. Να γίνουμε οι εαυτοί που με το ζόρι θυμόμαστε πια, κι όμως, διάολε, τόσο πολύ μας λείπουν.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου