Από τη στιγμή που γεννιέσαι, κάνεις όνειρα. Όνειρα να μεγαλώσεις, να πας σχολείο, να μοιάσεις στη μάνα σου ή στον αδερφό σου, να πας στο πανεπιστήμιο, να είσαι πετυχημένος, να έχεις λεφτά, να μην πεθάνεις μόνος και πάει λέγοντας. Μόνο όνειρα κάνεις. Τα όνειρα, όμως, δεν έχουν ταβάνι. Μέχρι και τη μέρα που πεθαίνεις, ονειρεύεσαι.

Έχεις δοκιμάσει κάποιο βράδυ να κάνεις βόλτα με μια μηχανή; Να νιώσεις αυτή την απέραντη γαλήνη που ξεδιπλώνεται μπροστά σου; Να είναι όλα ανοιχτά, να μην έχεις κάτι πάνω σου να σε πλακώνει και για λίγο να νιώθεις ελεύθερος κι ανέμελος. Έχει σημασία κι η παρέα, εννοείται. Εκείνη θα σου δώσει το κίνητρο για να ξεκινήσεις τη διαδρομή. Αλλιώς έχεις την επιλογή να κάτσεις σπίτι και ν’ αργοσβήνεις κάτω από την ευλογία του καλοριφέρ. Να περνάς γρήγορα από σημείο σε σημείο, να βλέπεις φώτα κι ανθρώπους να έρχονται και να φεύγουν, ήχους να δυναμώνουν και να σταματάνε απότομα. Αδρεναλίνη. Αυτή, εξάλλου, σε κρατάει ζωντανό.

 

 

Έχεις δοκιμάσει ν’ αράξεις σε μια θέα; Είναι διάφορα σημεία, απομακρυσμένα από τους θορύβους και τους ανθρώπους της πόλης, που σε καλούν σε συζητήσεις. Ειδικά αν πας βράδυ, το σκοτάδι σε βοηθάει να τα βλέπεις όλα πιο αχνά, πιο θολά, πιο ασήμαντα. Και λίγο πιο μικρά. Νιώθεις παντοδύναμος από τη γαλήνη που επικρατεί. Εκεί, μπορείς να ονειρευτείς. Την επόμενη στιγμή, την επόμενη μέρα, το επόμενο βήμα.

Έχεις σκεφτεί πώς θα έμοιαζαν τα όνειρά σου αν ήταν σε μια κάτοψη; Θα ήταν χωρισμένα σαν τα δωμάτια ενός σπιτιού, που για να μπεις πρέπει ν’ ανοίξεις πόρτες, είτε με κλειδί, είτε να τις χτυπήσεις. Κι εκείνες που δεν ανοίγουν, σε καλούν να τις παραβιάσεις. Γιατί σ’ αυτή την περίπτωση, η παραβίαση δε διώκεται. Γιατί έχεις το δικαίωμα να κάνεις τα πιο μεγάλα όνειρα, τα πιο περίεργα, τα πιο άλογα. Εκείνα που σημασία δεν έχει αν όντως πραγματοποιηθούν γιατί και μόνο που υπάρχουν, σου δίνουν την αίσθηση ότι μπορείς να κάνεις τα πάντα.

Σαφώς, σε όλα, πρέπει να υπάρχει ένας μπούσουλας. Όπως ακριβώς κι οι χάρτες των δρόμων. Να ξέρεις τις στροφές, να υπάρχει σήμανση, να υπακούς στα φανάρια· αν ανάψει πράσινο θα φύγεις, αν ανάψει κόκκινο, πρέπει να σταματήσεις. Αν πετύχεις πορτοκαλί, τότε τα πράγματα δυσκολεύουν, πρέπει ν’ αποφασίσεις αν θα γκαζώσεις ή θα φρενάρεις. Είναι κι αυτό ένα ρίσκο. Το πόσο γρήγορα, όμως, θα πας, εξαρτάται από σένα. Επίσης, αν θα είσαι μόνος σου ή με παρέα, πάλι εξαρτάται από σένα. Το αν θα έχεις έναν βασικό συνοδοιπόρο ή πολλούς, πάλι εξαρτάται από σένα. Όλα είναι δικές σου αποφάσεις, δικά σου τα ρίσκα και δικά σου τα κόστη.

Στον δρόμο σου μπορεί να συναντήσεις ανθρώπους που να χρειάζονται κάτι από σένα κι αναγκαστικά να σταματήσεις. Τότε, θα βρεθείς ένα τσακ πιο μακριά από τα όνειρά σου. Είναι κι αυτό είναι ένα κομμάτι της διαδρομής σου, που πρέπει να υπάρξει. Ή θα βρεις ένα καταπράσινο τοπίο, που θα θέλεις να το τραβήξεις μια φωτογραφία. Ή θα βρεις υπέροχους ανθρώπους, ή κι άλλους, όχι και τόσο υπέροχους, που σίγουρα θα σε αποπροσανατολίσουν. Όπως και να έχει, απ’ όλη αυτή τη διαδρομή κάτι θα έχεις πάρει.

Και φτάνεις εκεί που θες. Θα πάρεις μια ανάσα ικανοποίησης, θα σταθείς για λίγο να σε παρατηρήσεις. Κι ίσως τότε, αισθανθείς πως κάτι σου λείπει, πως υπάρχει κάτι που δεν έχεις ολοκληρώσει. Κι ίσως, χωρίς να το περιμένεις, να βρεθείς να δημιουργείς έναν φαύλο κύκλο, που μέσα του θα τρέχεις μη σταματώντας να ονειρεύεσαι. Για άλλη μια βόλτα. Για άλλη μια θέα. Γιατί έτσι κι αλλιώς, ταβάνι δεν υπάρχει.

Συντάκτης: Ελένη Ιστορίου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου