Λίγο πολύ, όλοι μας είμαστε εξοικειωμένοι με τη λέξη «κατάθλιψη». Ενδεχομένως κατά περιόδους να έχουμε βρεθεί μέσα σε αυτό το πηγάδι των δυσάρεστων συναισθημάτων και στον φαύλο κύκλο της πεσμένης διάθεσης, του άγχους, του φόβου και της αβεβαιότητας. Κάποιοι, βέβαια, καταφέρνουν να το ξεπεράσουν και φυσικά το να βρίσκεται κανείς σε δύσκολη φάση δε σημαίνει πως υποφέρει από κατάθλιψη. Τι γίνεται όμως όταν, όντως, πάσχει κανείς από κατάθλιψη; Πώς προχωράμε στη ζωή μας γνωρίζοντας πως κουβαλάμε αυτό το φορτίο; Τι γίνεται με τους γύρω μας;
Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν μπορούμε να πάψουμε να ζούμε. Δεν μπορούμε να σταματήσουμε ούτε να δουλεύουμε, ούτε να αλληλεπιδρούμε με τους ανθρώπους γύρω μας, που τις περισσότερες φορές, όσο και να μην το θέλουμε, είναι απαραίτητο. Ούτε μπορούμε να σταματήσουμε να υπάρχουμε εντός ενός περιβάλλοντος. Και συχνά, αυτή η καταπίεση ενός ανθρώπου που πάσχει από κατάθλιψη, να συνεχίσει τη ζωή του σαν να μην έχει συμβεί ή αλλάξει τίποτα μέσα του, είναι κι αυτό που χειροτερεύει τα συμπτώματα και προκαλεί μια διπλή, σχεδόν παράνομη ζωή.
Γενικότερα, παρ’ όλο που πλέον μιλάμε πιο άνετα για την κατάθλιψη κι ο κλάδος της ψυχικής υγείας έχει εξελιχθεί, δυστυχώς το στίγμα στον καταθλιπτικό είναι κάτι που δε σταματάει να υπάρχει. Έχοντας απέναντί μας έναν άνθρωπο που πάσχει από κατάθλιψη λοιπόν, διαφαίνονται οι εξής δύο επιλογές -κι οι δύο λάθος. Είτε συμπεριφερόμαστε σαν να τον λυπόμαστε, δείχνοντας μια υπερσυμπόνια κι έχοντας ένα συγκαταβατικό ύφος, είτε υποτιμώντας πλήρως την κατάστασή του, θεωρώντας ότι με έναν καλό ύπνο και διακοπές θα φτιάξει η κατάσταση. Τι γίνεται όμως μέσα στον άνθρωπο που ταμπελοποιείται κι είναι αναγκασμένος να ζει με τον τίτλο του καταθλιπτικού; Τι συμβαίνει όταν, όσο και να προσπαθεί, το γύρω περιβάλλον δεν τον αφήνει να ελευθερωθεί;
Αν μπορούσα να περιγράψω έναν άνθρωπο με κατάθλιψη, σίγουρα θα ήταν μια ζωγραφιά, από αυτές που κάνουν τα παιδιά, που από πάνω του έχει ένα σύννεφο έτοιμο να βρέξει, πιο εκεί ένα ηφαίστειο που είναι έτοιμο να εκραγεί, πιο εκεί -αλλά πολύ πιο μακριά- έναν ήλιο που φωτίζει ακόμη. Κι αν μπορούσα να μεταφέρω σε λέξεις πώς είναι ένας τέτοιος άνθρωπος, σίγουρα θα περιέγραφα έναν άνθρωπο που με το ζόρι κοιμάται κι αν τελικά αποκοιμηθεί, βλέπει εφιάλτες ή έναν άνθρωπο που δεν μπορεί να σηκωθεί από το κρεβάτι. Έναν άνθρωπο που κάποιες φορές τρώει επειδή πρέπει ή τρώει πολύ, έναν άνθρωπο που με το ζόρι κάνει μπάνιο ή πλένεται συνέχεια, που μιλάει πολύ ή μιλάει με το ζόρι. Που είναι πολύ κοινωνικός ή εντελώς μόνος. Θα έβαζα σε σειρά όλα τα αντίθετα, όλα τα άκρα, και μαζί θα έφτιαχναν το σώμα του.
Πώς όμως μπορώ να περιγράψω τους γύρω του; Σίγουρα μπορώ να περιγράψω ανθρώπους που έχουν πρόθεση, ίσως και να προσπαθούν πραγματικά να αγκαλιάσουν και να δείξουν αγάπη, συμπαράσταση κι ενσυναίσθηση αλλά όταν αυτά δεν αποδίδουν, εκνευρίζονται γρήγορα, απαιτούν αλλαγές, κουράζονται, απομακρύνονται γιατί κι οι ίδιοι κουβαλάνε το δικό τους φορτίο, με αποτέλεσμα αυτός ο κύκλος όλο και να ανακυκλώνεται, χωρίς να λήγει ποτέ και φυσικά χωρίς να βελτιώνεται.
Κι έτσι, ο καταθλιπτικός, που βλέπει να απογοητεύει αυτούς που αγαπά και νιώθει αποτυχημένος που δε γίνεται «καλά» με τον τρόπο που θέλει, σιγά-σιγά φτάνει να υποχρεώνεται να φοράει ένα προσωπείο, μια μάσκα ενός χαμογελαστού ανθρώπου χωρίς προβλήματα για να μπορέσει να σταθεί πιο κοντά τους χωρίς να ξεχωρίζει. Τη μάσκα του ανθρώπου που όταν τον ρωτάς τι έχει, σου λέει τίποτα κι όλα καλά, μα θα απέχει πολύ αυτό το αφήγημα από την αλήθεια. Μια μάσκα που στο τέλος της ημέρας, όταν τη βγάζει πια για να την αφήσει για λίγο στο κομοδίνο του, έχει αφήσει τόσα σημάδια που δεν είναι εύκολο να επουλωθούν. Την ίδια που ανά πάσα ώρα και στιγμή, θα χρειαστεί να φορέσει ξανά για να βγει έξω και να κάνει πάλι τα ίδια, γρατσουνίζοντας τα ίδια σημεία.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου