Λένε ότι το πώς μεγαλώνουμε μάς ορίζει ως προσωπικότητες· αρχικά ως προς το πόσο γρήγορα ωριμάζουμε και κατά δεύτερον ως προς το πόσο συναισθηματικά ασφαλείς νιώθουμε. Γενικά, το να νιώθουμε συναισθηματικά ασφαλείς και χωρίς εσωτερικά κενά, είναι ενδεχομένως και το πιο σημαντικό στοιχείο για τη δημιουργία υγιών σχέσεων κι εαυτού με ο,τι συμπεριλαμβάνει αυτός, συνειδητά κι ασυνείδητα. Τι μπορεί όμως να μας οδηγήσει σ’ αυτό το συναισθηματικό κενό κι αν, τελικά, δημιουργηθεί, είναι εύκολο να μεταβληθεί η σύστασή του και να κλείσει; Η απάντηση είναι: Πολλά μπορούν κι όχι, δεν είναι!
Αν προσπαθήσουμε να δούμε πιο αναλυτικά τα πράγματα και τις καταστάσεις που μπορεί να μας οδηγήσουν σε συναισθηματικό βάλτο, ξεκινάνε απ’ όταν είμαστε πολύ-πολύ μικροί κι είναι κι εκείνα που κάνουν και τη μεγαλύτερη ζημιά, αφού δεν έχουμε ακόμη προλάβει να οχυρωθούμε. Το πόση αγάπη και φροντίδα πήραμε από τους δικούς μας, μπορεί να είναι το πιο κρίσιμο σημείο για το πώς θα είμαστε ως ενήλικες και το πώς θα αντιλαμβανόμαστε την αγάπη μεγαλώνοντας. Το μεγαλύτερο ποσοστό των παιδιών που δεν έχουν πάρει την απαραίτητη φροντίδα, προσοχή και δεν έχουν βιώσει την κάλυψη των αναγκών τους, φαίνεται ότι ως ενήλικες, πια, δημιουργούν ελλειμματικές προσωπικότητες που σίγουρα αποζητούν έντονα συναισθηματική ασφάλεια κι επιβεβαίωση που στερήθηκαν, δημιουργώντας εξαρτητικούς δεσμούς. Συχνά, η πίεση που ασκούν, ωθεί τα κοντινά τους πρόσωπα ν’ απομακρύνονται, οπότε άλλο ένα κενό που δε γέμισε κι άλλο ένα κενό που δημιουργήθηκε μόλις συμψηφίζονται. Και κάπως έτσι, μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία εκπληρώνεται και παίρνει σάρκα κι οστά ο κύκλος επανάληψης των φόβων του παρελθόντος. «Μας αφήνουν -και πάλι- κενούς.»
Ακόμα, όμως, και το πόσο γρήγορα θα ικανοποιηθούν οι ανάγκες μας, όντας παιδιά, μπορεί να αξιολογηθεί ως ένας σταθμός για το αύριο. Κι άντε, εμείς μπορεί, όντως, να έχουμε τα ελαφρυντικά της παιδικής ηλικίας για τα συναισθηματικά μας κενά, οι άλλοι άνθρωποι, τι φταίνε; Να λοιπόν κι οι ενοχές. Ευτυχώς ή δυστυχώς, κάποιοι μεγαλώσαμε έτσι και κάποιοι αλλιώς. Κι αυτό κάποιοι το αναγνωρίσαμε και κάποιοι το απωθήσαμε ως σκέψη, θέλοντας να προσομοιάσουμε έναν ασφαλή τύπο προσκόλλησης. Τι γίνεται όμως στο εδώ και τώρα; Μετά τη συνειδητοποίηση λοιπόν, εννοείται ότι ξεκινάει άλλος αγώνας και μια ακόμα πάλη, που δεν έχει τέλος και χρειάζεται διαρκή εσωτερική αναζήτηση. Αφού, μιλώντας για ανθρώπινες σχέσεις, τίποτα δεν είναι De facto και δεν υπάρχει κάποιο manual ν’ ακολουθηθεί. Μακάρι να ήταν τόσο απλά τα πράγματα και μακάρι κάποιος να είχε γράψει!
Σαν ποιητική αδεία, ένας συναισθηματικά κενός κι άρα στην ουσία πεινασμένος άνθρωπος, θα μπορούσε να προσομοιωθεί σαν ένα κλίμα πάντα βροχερό που όμως δεν μπορεί να ποτίσει τη γη, ένα καυτερό φαγητό που όμως του λείπει το αλάτι, ή ένα γλυκό χωρίς ζάχαρη. Για τον συναισθηματικά κενό άνθρωπο, δεν υπάρχει χαρά, ούτε καν λύπη. Είναι όλα στο περίπου. Δεν υπάρχουν καλές στιγμές αλλά ούτε και κακές. Δεν υπάρχει ελπίδα, ούτε προσμονή. Ούτε αρέσκεια, ούτε δυσαρέσκεια. Δεν υπάρχει αληθινός σύντροφος, ούτε αληθινός φίλος. Ούτε παρόν, ούτε μέλλον. Υπάρχει προσκόλληση στο παρελθόν κι ίσως πάγωμα στη στιγμή εκείνη που κάτι, ίσως, να του γέμισε το κενό αλλά έπειτα, εξαφανίστηκε. Και δυστυχώς, εκείνος, μένει δέσμιος αυτής της στιγμής, να την αποζητά διαρκώς στον χρόνο σε άλλα πρόσωπα κάθε φορά, γιατί καταβάθος ξέρει ότι, ενδεχομένως, δε θα βρεθεί κάτι άλλο να του ξαναγεμίσει το κενό. Είναι ένας μόνιμα λυπημένος, χωρίς λύπη άνθρωπος που απλώς ζητάει «τη μαμά» του.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου