Μπορεί να μεγαλώσαμε αλλά ποτέ δε θα ξεχάσουμε τις εμπειρίες μας. Στο κάτω-κάτω, αυτές μας διαμόρφωσαν και μας έκαναν αυτό που είμαστε σήμερα. Μας έμαθαν τι θέλουμε και τι όχι, τι μας χαλάει και τι χρειάζεται να κρατήσουμε. Το θέμα είναι πώς τα μάθαμε κι αυτό είναι και το juicy της υπόθεσης. Είτε θέλουμε να το παραδεχτούμε είτε όχι, ο μεγαλύτερος σταθμός της ζωής μας στο μεγάλωμά μας, ήταν η εφηβεία μας. Εκείνη η στιγμή της ζωής μας που νιώσαμε την ανάγκη να ξεκινήσουμε να φεύγουμε από τη φωλιά των δικών μας και να ψάχνουμε άλλες φωλιές για να αποδημήσουμε. Εννοείται όχι με βαρετούς κι απλούς τρόπους. Καμία νόρμα στην εφηβεία, ποτέ και πουθενά.
Το πρώτο καταφύγιό μας, ήταν οι φίλοι μας. Όχι ότι ξέραμε τη σημασία της έννοιας φίλος, ίσως η έννοια παρέα, να ταιριάζει καλύτερα εδώ, αν κάνουμε ένα γύρισμα στον χρόνο. Με τις παρέες μας, λοιπόν, αρχίσαμε τα πρώτα ξενύχτια. Ξενύχτια που είχαν το ατελείωτο. Ξενύχτια που το μόνο που έκρυβαν, ήταν η σπίθα ν’ ανακαλύψουμε όλα τα κρυφά σημεία της Αθήνας, αλλά κι όλα τα κρυφά σημεία που φυλούσε στο σκοτάδι της η νυχτερινή Αθήνα. Ο,τι πιο χωμένο σε στενό μαγαζί υπήρχε, εμείς θα μπαίναμε μέσα να το δούμε. Τα πάρκα το βράδυ ήταν παράδεισος, οι είσοδοι πολυκατοικιών επίσης. Το αίσθημα του φόβου, εννοείται, δεν υπήρχε. Νιώθαμε ότι θα κατακτήσουμε τον κόσμο. Τίποτα δε μας ξέφευγε κι όλα τα καταλαβαίναμε. Και θέλαμε να δοκιμάζουμε τα πάντα κι από τα πάντα.
Τι άλλο πιο προσβάσιμο και φτηνό από το αλκοόλ για να συνοδεύσει όλες τις νέες μας ανακαλύψεις; Όπου το βρίσκαμε, το κατεβάζαμε. Αβέρτα. Κι όσο πιο φτηνό, τόσο πιο καλά, μιας και τα στομάχια ήταν από πέτρα. Μόλις έσκαγε η πρώτη ζαλάδα, τότε άρχιζαν όλα. Χοροί, γέλια, κλάματα (μην ξεχνάμε), φιλιά, αγκαλιές, φασώματα, όλα. Κανένας ηθικός φραγμός, καμία σοβαρή σκέψη- τους φασώναμε όλους. Ίσως με κάποιους στην πορεία να επιλέγαμε να μοιραστούμε και συναίσθημα, ίσως και να μη μας ένοιαζε ή ίσως να μην είχαμε κιόλας. Αλλά σιγά! Ποιος νοιαζόταν;
Έπειτα, έρχονταν και τα τσιγάρα. Εκείνα που πια ούτε να μυρίσεις δε θέλεις, ή κάνεις ακόμη καμιά φορά σε μεγάλη πίεση. Κι όχι οποιαδήποτε τσιγάρα, αλλά τα στριφτά και πράσινα. Φούντα. Ή χόρτο. Ή χασίς. Ή μπάφος. (Μαμά συγνώμη αν το διαβάζεις αυτό.) Εκείνη η πρώτη τζούρα, εκείνη η πρώτη μαστούρα, εκείνη η πρώτη ζαλάδα που ήταν λες κι είχες κοπανήσει 10 τζιν τόνικ, χωρίς όμως να θες να ξεράσεις. Κι ήταν κι εκείνη η έξαψη πως για να το κάνουμε, έπρεπε να συνωμοτήσουμε, να οργανωθούμε, να είμαστε κάπου απομονωμένοι και μόνο εμείς που τα κάνουμε, οπότε κατευθείαν ερχόταν κι η αίσθηση του «εμείς εδώ», La Familia. Σε σπίτι εννοείται δε γινόταν -όλοι μέναμε με τους γονείς μας- συνεπώς ψάχναμε θέες, πάρκα κι όπου αλλού μπορούσαμε να βρούμε ομοϊδεάτες. Λες κι ήμασταν κάποια πολιτική παράταξη και κάναμε συνελεύσεις.
Συνήθως η φούντα συνοδευόταν με μια μπίρα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά αυτή ήταν η ιεροτελεστία. Ύστερα, αμέτρητες ώρες συζητήσεων, όνειρα για το τι θα κάνουμε όταν μεγαλώσουμε ή όταν οι μεγάλοι δε θα είναι πια εμπόδιο στη ζωή μας. Αντίδραση για το πόσο σκατά είναι ο κόσμος και πώς θα το πολεμήσουμε αυτό και μπαμ, κόλλα ένα χαρτάκι ακόμη. Μέχρι που ξημέρωνε κι εμείς ακόμη εκεί, ο ένας πάνω στον άλλον να σχηματίζουμε στα σύννεφα την επόμενή μας μέρα και το επόμενό μας καταφύγιο.
Ίσως, η εφηβεία να είναι απλώς ένα διαρκές κυνήγι για την ανακάλυψη της ηδονής. Ή της ανάγκης να βρεις πού ανήκεις στον κόσμο. Ποιος σοβαρός έφηβος δεν έπαιρνε την επιβεβαίωσή του από τη στιγμή που την ανακάλυψε; Και κάπου εκεί, αποφασίζαμε με ποιους θα συνεχίσουμε να ψάχνουμε την ηδονή και να μοιραζόμαστε τη θέση μας στον κόσμο. Ή με πόσους. Δεν είχε σημασία αυτό. Σημασία είχε να ολοκληρώσουμε τον εαυτό μας μέσα από εφηβικά αίσχη, με φίλους, φούντες κι αλκοόλ. Κι ήταν ωραία.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου