Απ’ όταν ήμασταν παιδιά, κάθε φορά που τσακωνόμασταν με τους γονείς μας λέγαμε ότι στα δικά μας παιδιά δε θα φερόμαστε έτσι και πάντα θα τα αφήνουμε να κάνουν ο,τι θέλουν για να είναι ευτυχισμένα, μιας κι εμείς στο δικό μας κόσμο, ζούσαμε στην τόση δυστυχία. Ειδικά όταν μπήκαμε στην εφηβεία που οι τσακωμοί μεγάλωσαν γιατί εμείς ό,τι θυμόμασταν, χαιρόμασταν κι οι γονείς μας ήταν στα κάγκελα, ήμασταν πεπεισμένοι ότι εμείς, ως γονείς, αργότερα, θα τα κάνουμε όλα διαφορετικά.
Και φτάνουμε, λοιπόν, στο σήμερα που κάποιοι από εμάς κατάφεραν να κάνουν παιδιά και τα πράγματα κύριοι και κυρίες δεν είναι καθόλου έτσι. Το παραμύθι που πιστέψαμε, εκείνο του κουλ γονέα δηλαδή, ήταν αυτό ακριβώς, παραμύθι. Σαφώς, μιλώντας και για άλλες γενιές, υπήρξε η απόφαση από μικρή ηλικία των παιδιών μας, να υιοθετήσουμε τη στάση ότι επ’ ουδενί δε θα νιώσουν καταπίεση για να μη δημιουργήσουν απωθημένα και να γίνουν ενήλικοι άνθρωποι, ελεύθεροι, με τα δικά τους πιστεύω. Αλλά το ότι υπήρξε η απόφαση, δε σημαίνει ότι τέθηκε και σε απόλυτη εφαρμογή! Γιατί, στην ουσία, ακόμα και με το υπέρ κουλ φιλελέ στυλάκι, τα δικά μας άλυτα θέματα προσπαθούμε να καπακώσουμε, γιατί είναι δεδομένο πως τα παιδιά χρειάζονται τόσο όρια, όσο κι ελευθερία από μικρή ηλικία, για να γίνουν ολοκληρωμένα και πολιτισμένα όντα.
Προσπαθούμε, λοιπόν, να το παίξουμε τόσο κουλ, ουσιαστικά, μόνο στα θέματα που εμάς μάς έλειπε να αντιμετωπίζονται έτσι ως παιδιά, με αποτέλεσμα να μην οριοθετούμαστε πρώτα οι ίδιοι και μη έχοντας ξεκάθαρο ρόλο. Κι επειδή δεν υπάρχει πιο χειριστικό πλάσμα από ένα μικρό παιδί που καταλαβαίνει ότι κάνει τον γονέα ό,τι θέλει, χάνεται η μπάλα εντελώς.
Κι ως ένα σημείο, πες, πάει στο καλό. Στο σημείο ας πούμε που τους φτιάχνεις ο,τι φαγητό ζητάνε ή όταν τους παίρνεις τα παιχνίδια που θέλουν αλλιώς κλαίνε μέχρι τον αιώνα τον άπαντα. Τι γίνεται όμως όταν εκείνα, όπως αντίστοιχα κι εμείς, μπαίνουν στην εφηβεία; Που ξέρουμε πολύ καλά τι κάναμε τότε. Τι γίνεται τότε, λοιπόν, που θα χρειαστεί να πεις το «γύρνα πριν τις 12 και μην το ξεφτιλίζεις» και θα γίνεις ο κακός της υπόθεσης, ή το «δε θα κάνεις τατουάζ στο υπόγειο ενός φίλου σου που δεν τηρεί καν τα μέτρα προστασίας»; Άσχετα με το ότι εσύ έχεις ένα σώμα τίγκα στα τατού -που σου έκανε η φίλη σου η Μαρία για εξάσκηση- και το παιδί το βλέπει αυτό. Εσύ, άλλωστε, τα έχεις επειδή η δικιά σου η μάνα είπε όχι κι έτσι, από αντίδραση, πήγες κι έκανες δέκα. Οπότε, με συνοπτικές διαδικασίες, εν τέλει σκέφτεσαι να δώσεις το οκ, για να μη σου γυρίσει με τατουάζ μέσα στο μάτι. Μην ξεχνάμε, ο πυρετός του έφηβου, καίει πολύ.
Υπάρχει ένα μόνιμο άγχος στον κουλ γονέα, γιατί καταλαβαίνει ότι έχει χάσει την έννοια και το νόημα της λέξης “όρια” κι αγχώνεται υπερβολικά για το πώς θα τα βάλει κι αν πρέπει, τελικά, για να μη δημιουργήσει κάποιο ανεπιστρεπτί τραύμα ή γίνει αυταρχικός. Είναι μια διαρκής αγωνία ανάμεσα στην ανάγκη για να αφήσει τα παιδιά του να είναι ελεύθερα και τον τρόμο μήπως δεν μπορέσει να τα προστατεύσει. Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι προσπαθούμε -και ναι, θα βάλω και τον εαυτό μου μέσα- να είμαστε ελεύθεροι με τα παιδιά μας, είναι κάτι που σίγουρα μας τρώει κι είναι αρκετά ψυχοφθόρο για εμάς τους ίδιους. Οπότε, σαν μέση λύση, το μόνο που καταλήγουμε να κάνουμε είναι μια σιωπηλή παρακολούθηση του πώς εξελίσσονται τα πράγματα, ευχόμενοι οι αξίες και η γαλούχηση που κάναμε να αρκούν για να κάνουν την καλύτερη γι’ αυτά επιλογή. Κι όντως, τι ανακούφιση νιώθουμε όταν αυτό συμβαίνει!
Η εσωτερική σύγκρουση κι ο ψυχολογικός πόλεμος βέβαια μέσα μας, ανάμεσα στα δικά μας παιδικά βιώματα και το πώς θα είμαστε ως γονείς, είναι κάτι που δε σταματάει και πάντα θα έχουμε την ιδέα ότι κάτι δεν κάναμε καλά. Για οποιαδήποτε λάθος κίνηση του παιδιού μας -στη ζωή του όλη- θα υπάρχει η σκέψη από εμάς ότι, ίσως, αν είχαμε πει “όχι” τότε, μπορεί να είχαμε προλάβει τα χειρότερα. Ψευδαίσθηση ή πραγματικότητα, κανείς δεν μπορεί να πει, αφού έτσι κι αλλιώς κρίνεται εκ του αποτελέσματος.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου