Η θέληση, λένε, μπορεί να κάνει τ’ ακατόρθωτα, να δώσει ελπίδα, δύναμη και νόημα στη ζωή. Είναι η κινητήριος δύναμη σε καθετί που ορίζει την ανθρώπινη υπόσταση, μπορεί κι υλοποιεί επιθυμίες που διαφορετικά θα έμεναν απωθημένα. Είναι το καύσιμο του έρωτα, ίσως το βασικότερο. Πάντα θα υπάρχει ένα θέλω να συζητιέται και βράζει μέσα σε παρέες, κουβέντες που χάνονται σε λεωφορεία, συγκεντρώσεις και φευγαλέες συναντήσεις.
Ό,τι δεν είναι επιθυμία κατατάσσεται στα «πρέπει». Είναι εκείνα τα κουτάκια που πάντα υπάρχουν αντικριστά από τα θέλω, ανάλογα με την περίπτωση, τα συμφέροντα κι όσα αξιολογεί κανείς ως σωστά για τη δική του καθημερινότητα. Άλλοι τα μπερδεύουν με επιθυμίες, άλλοι τα ταυτίζουν. Γονείς, σύζυγοι, συνάδελφοι, φίλοι κι εργοδότες μεταπηδούν από υποχρεώσεις σε επιθυμίες, αναλόγως με το ποιον θέλουν να ευχαριστήσουν, παίζοντας το παιχνίδι των «θέλω» πότε σωστά και πότε λάθος.
Κι όταν οι επιθυμίες δεν μπορούν να εκπληρωθούν για καιρό, όταν παλεύουν με τις υποχρεώσεις, ακόμα κι ο πιο ψύχραιμος θ’ αντιδράσει. Θα θελήσει ν’ αλλάξει τη ροή των γεγονότων, να τα αναδιαμορφώσει σε κάτι λιγότερο πιεστικό. Αυτό από μόνο του, θα τον οδηγήσει να εξαφανιστεί, να κρυφτεί και να ταλαιπωρήσει για μια ακόμη φορά το άμοιρο το μυαλό του, για να βρει μια λύση. Ξέρει πολύ καλά πως είναι μια ήττα, αλλά δεν είναι κάτι που ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία του το να το παραδεχτεί. Δεν ταιριάζει η αλλαγή πορείας στην περσόνα που έχει πουλήσει με μεγάλη επιτυχία στους γύρω του και στο δικό του περιβάλλον. Εκείνος θέλει να μείνει ατσαλάκωτος, ανεπηρέαστος. Ούτε μια επιπλέον σκέψη δε θέλει να υπάρχει που θα του χαλάσει αυτήν την καθώς πρέπει εικόνα.
Θα απλωθεί, σαν πλεκτάνη μέσα του, κάθε σενάριο ανάκτησης του ελέγχου. Θα απασχολήσει αρκετά τον εγκέφαλό του η πιθανή λύση, για να δοθεί η σχετική εντολή πως δεν ερωτευόμαστε, όσο κι αν θέλουμε, είναι λάθος. Το ένστικτο κάνει λάθος, το «θέλω» κάνει λάθος, μόνο το «πρέπει» ξέρει. Ένα ξέσπασμα θα είναι η μοναδική στιγμή αδυναμίας που θα επιτρέψει στον εαυτό του. Είναι η στιγμή που θα οδηγήσει και στην απόφαση να καταστραφεί αυτό το θέλω, να πάψει η επιθυμία να υπάρχει. Θα βομβαρδίσει το μυαλό με χίλιους λόγους που είναι λάθος να θέλει ό,τι θέλει. Θα μιλήσει η λογική κι αυτό που δεν κατάφερε να εκπληρωθεί, θα προτιμήσει να το καταστρέψει.
Θα το υποτιμήσει· είναι πολύ λίγο για εκείνον θα πει κι ίσως το πιστέψει. Γιατί είναι αποδεκτό να εκμηδενίσει αυτό που δεν μπορεί να έχει, αντί, σαν τον κρατούμενο, να ζωγραφίζει παράθυρα στον τοίχο του κελιού του. Εκείνα τα «πρέπει», των άλλων, των τρίτων, του περιβάλλοντος που ο καθένας έχει μεγαλώσει κι υιοθετήσει ως δικά του, μπορούν να τον μεταβάλλουν, να τον κλείσουν στο κελί του και να του υπαγορεύσουν τι μπορεί να θέλει και τι όχι κι είναι πιο ασφαλή, γιατί οι άλλοι πέρνουν την ευθύνη τους. Θα τον νουθετήσουν και θα πιστέψει πως αυτό που πραγματικά επιθυμεί είναι κι αυτό που πρέπει να κάνει.
Αυτό είναι. Θα πείσει τον εαυτό του και θα το κάνει κτήμα του πως αφού δεν πρέπει, δε γίνεται κιόλας. Μα αυτό στον έρωτα ίσως να είναι κι η μεγαλύτερη καταδίκη δυστυχίας. Θα το υποστηρίξει σθεναρά μέχρι το τέρμα, δεν πρέπει θα πει, ή πρέπει, μα και τα δυο εμπόδια θα είναι. Το θέλω χάνει την αξία του, αυτό έχει σημασία. Έτσι είναι η ζωή του, οι επιλογές του, οι οικογενειακοί θεσμοί. Όλ’ αυτά που δεν μπορεί να ζήσει με την καρδιά του θα τα ονομάσει αχρείαστα. Αυτό είναι το σωστό κι ό,τι ξεπερνάει τα θέσφατά του, είναι καταδικασμένο να θαφτεί. Κι ας είναι κι έρωτας.
Θέλουμε και τη δική σου άποψη!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου