Πώς είναι να δέχεσαι συμβουλές που εν τέλει καλείσαι να εφαρμόσεις; Βοηθάνε ή μπερδεύουν οι συμβουλές των τρίτων; Πώς μπορείς να ξέρεις ότι η σκέψη που μπορεί να εκφράζεται με την καλύτερη των προθέσεων, είναι η σωστή για σένα; Κι όχι, δε θες ν’ ακούσεις για μια ακόμη φορά την απάντηση «όλα είναι υποκειμενικά» ως εναλλακτική των συμβουλών. Δε θες άλλο ν’ ασχοληθείς με χαμένες μπερδεμένες αναλύσεις και σενάρια. Πάντα καταλήγουν σε μια κατάσταση μεγαλύτερου διλήμματος. Μπορεί ν’ ακούσεις και κανένα «ξεκόλλα» κι άλλες τέτοιες φράσεις που πάντα θα έχουν την ίδια ερμηνεία: «Δεν είναι τόσο σημαντικό αυτό που σου συμβαίνει για να σε απασχολεί τόσο πολύ.»
Μα δεν είναι ότι υπάρχει αυτό το κόλλημα που φίλοι, γνωστοί κι αγαπημένοι άνθρωποι σου αναφέρουν. Είναι εκείνο το σύμπλεγμα στιγμών, που όλ’ αυτά τα χρόνια έχει αναπτυχθεί και κάθε κύτταρο του κορμιού σου, κάθε στιγμή από τις αναμνήσεις σου έχουν μια άρρηκτη σύνδεση μ’ εκείνο το πρόσωπο. Πώς μπορείς να θάψεις, να ξεχάσεις και να διαγράψεις κάποιον που από την πρώτη στιγμή που θ’ ανοίξεις τα μάτια σου για ν’ αντιμετωπίσεις μια καθιερωμένη μέρα στη ζωή σου, έρχεται και μπαστακώνεται μέσα σου;
Κάθε καινούρια μέρα ξεκινάει με αρώματα νοσταλγίας. Πολλές στιγμές που αποτυπώνονται και ξεδιπλώνουν μπροστά σου. Το γέλιο, το χάδι, το φιλί, ακόμη κι οι αντιπαραθέσεις σας. Ακόμη κι αυτές οι στιγμές που μίσησες κι αντιπάθησες, εν τέλει σ’ έκαναν ν’ αγαπήσεις πιο πολύ διότι σ’ έφεραν κοντά στα αφανή και τρωτά σημεία. Εκείνον τον έρωτα που από την πρώτη στιγμή φώλιασε μέσα σου και σ’ έκανε να χτίσεις μια κοινή ζωή. Εκείνον που τώρα «πρέπει» να διαγράψεις. Εκείνα τα συναισθήματα που καλλιεργήθηκαν από αγκαλιές, φιλιά και χαρές. Αυτά που βιώσατε μαζί, οι σιωπές που έγιναν έρωτας, ένα σώμα κι ένα συγχρονισμένο βογκητό κορύφωσης. Όλα αυτά που μαζί χτίσατε, όλα για όσα προσπαθήσατε, ακόμα κι αυτά που ήταν αδύνατον ν’ αναπτυχθούν κι έμειναν στη χώρα του ονείρου και της φαντασίας. Άλλωστε, εσείς είχατε ήδη ταξιδέψει, είχατε ήδη ζήσει μια δική σας υπερβατική πραγματικότητα. Γιατί έτσι θέλατε και γιατί κανείς δεν είχε λόγο να το απαγορεύσει.
Μέχρι που όλα ανατράπηκαν. Και τώρα καλείσαι να ξεχάσεις. Άμεσα, εύκολα, με ολική διαγραφή. Να εφαρμοστεί εκείνη η κλισέ συμβουλή «προχώρα παρακάτω». Τα μάτια θα βουρκώσουν, η πλάτη θα γυρίσει για ν’ αποφύγει να δει τη συνέχεια κι εξέλιξη του άλλου. Θα υψωθεί το εγωιστικό τείχος, θα φορέσεις εκείνο το χαμόγελο που φτάνει στ’ αυτιά για να πείσεις όλους τους μεγάλους σου συμβουλάτορες κι εσένα κάποια μέρα. Ίσως και ποτέ.
Όλο αυτό το σύμπλεγμα με τις βαθιές του ρίζες να πρέπει να ξεριζωθεί από μέσα. Από τα έγκατα της ψυχής. Και πώς μπορείς να ξεριζώσεις ένα δέντρο που μετράει αιώνες στο χώμα κι οι ρίζες έχουν φτάσει στο κέντρο της γης. Δε γίνεται. Έχει γίνει ένα κεφάλαιο, ένα κομμάτι της ζωής σου. Όχι, δε θα ξεχάσεις ποτέ και δεν πρόκειται ποτέ σου να το ξεπεράσεις εντελώς. Θ’ αφήσεις τα σημάδια να υπάρχουν, θ’ αγκαλιάσεις τις πληγές και σιωπηρά θα το αφήσεις να συρρικνωθεί έτσι ώστε να μην πιάνει τόσο χώρο, σαν τις απότιστες ρίζες που γίνονται σταδιακά σχεδόν τρίχες. Θα παραμείνει μια κιτρινισμένη ανάμνηση, με μια αχνή ένταση. Θα προχωρήσεις, με μια εμπειρία που δε θα επιτρέψει πλέον συμβουλές τύπου «ξεκόλλα». Εσύ θα ξέρεις πώς να ιαθείς και προς τα πού οδεύεις. Στο ολόδικό σου παρακάτω.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου