Σε μια προηγούμενη εποχή, τις ένδοξες ημέρες που οι γιαγιάδες μας είχαν ζήσει και με περίσσια χαρά λάτρευαν να τις μοιράζονται, υπήρχε ένα ανάλαφρο στοιχείο. Εκείνο που έκανε τους ανθρώπους κατά περιπτώσεις πιο αφελείς, όμως κατά κανόνα πιο ανέμελους κι ανοιχτούς στην επικοινωνία. Οι καιροί έχουν αλλάξει -αν κι ο άνθρωπος έχει παραμείνει άνθρωπος κι έχει ανάγκη την επαφή και τη σύνδεση- κι είναι εμφανές πως όλο και πιο σκληρές συνθήκες, κάνουν τις σχέσεις σχεδόν ανύπαρκτες.
Μεγαλώνοντας κι ερχόμενοι σε επαφή με το σύνολο που λέγεται κοινωνία, χωρίς να έχουμε φάει ακόμη γερή σφαλιάρα, έχουμε τη λογική εκείνη της παλιάς εποχής. Είμαστε ανοιχτοί και μας διακατέχει ένας ενθουσιασμός που θυμίζει παιδί κι ας έχουμε περάσει την εφηβεία οδεύοντας στην ενήλικη ζωή μας. Ως ενήλικες στα χαρτιά, αλλά ως παιδιά στην ψυχή, διψάμε για έναν μεγάλο και πολύχρωμο κοινωνικό κύκλο. Όλοι θα είναι εν δυνάμει φίλοι, κολλητοί και σχετικά άμεσα, μπορεί να υπάρξει τέτοιο δέσιμο, που θα θεωρηθούν κι αδέρφια. Κι αφού οι εμπειρίες είναι κι αυτές μετρημένες, τους αγκαλιάζουμε όλους με την ίδια θέρμη. Είναι τόσο αθώο κι αφελές εκείνο το συναίσθημα που έχει μεγαλώσει εσωτερικά, που έχει ριζώσει μέσα μας, πιστεύοντας πως οι σχέσεις έτσι είναι, ή τουλάχιστον έτσι πρέπει να λειτουργούν.
Στην ηλικία των είκοσι, οι φίλοι μπορεί να αριθμούν το ίδιο με τα χρόνια μας, αλλά σταδιακά ο αριθμός μειώνεται. Και μειώνεται εκθετικά. Ξεκίνα λοιπόν η αλυσίδα και σπάει, με τον πρώτο να φεύγει από τον κλοιό της φιλίας, ενώ κάποιος άλλος έρχεται κι όσο τα χρόνια περνάνε και τα χαστούκια νοητά δίνονται από τη ζωή, τόσο αλλάζει κι η αίσθηση της φιλίας, μαζί με την αρίθμηση που σηματοδοτεί το πόσοι φίλοι υπάρχουν στη ζωή μας, αφού με το πέρασμα του χρόνου ο αριθμός συρρικνώνεται. Και μαζί με αυτόν η αισιοδοξία, η ανοιχτή διάθεση και ο ρομαντισμός.
Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα, οι αλλαγές είναι εμφανείς κι οι περιπτώσεις που υπάρχει ενθουσιασμός, συγκεκριμένες. Δε θα είναι υπαρκτός σε κάθε κίνηση, πρόσκληση και συζήτηση. Θα είναι μόνο σε ειδικές στιγμές με ανθρώπους που θα έχουμε ξεχωρίσει. Η τακτική εδώ αλλάζει και προτού πέσει το επόμενο χαστούκι που η ζωή προσφέρει απλόχερα, θα έχουμε φροντίσει την άγνοια να τη μεταμορφώσουμε σε γνώση. Έτσι, σιγά-σιγά θα υποδεχτούμε μια νέα συνήθεια που θα παραμείνει για αρκετό καιρό μαζί μας -αν όχι για πάντα- και λέγεται «λίγοι και καλοί».
Κι αυτό το «λίγοι και καλοί» θα είναι σημάδι αυτοβελτίωσης κι επιλεκτικότητας που μόνο οι ίδιοι θα μπορούμε να καταλάβουμε τι αντίκτυπο θα έχει στη ζωή μας. Η απομόνωση κι οι εσωτερικοί διάλογοι, θα μάς βοηθήσουν αντιδράμε περισσότερο προστατευτικά απέναντι σε καθετί που μάς κοστίζει σε χρόνο. Θα είμαστε πια, λοιπόν, γύρω στα τριάντα και οι είκοσι φίλοι των είκοσι χρόνων, θα έχουν γίνει σχεδόν εφτά. Θα αλλάξουν ονομασία, θα σταματήσουν όλοι να είναι κολλητοί κι αδέρφια. Θα είναι φίλοι και παρέες κι ο χρόνος θα κρίνει το κατά πόσο θα είναι κολλητοί. Γιατί, όσο ο καιρός θα περνάει, οι στιγμές θα αξιολογούνται και μαζί με αυτές, η ποιότητα και ο χαρακτήρας της σχέσης.
Κάπως έτσι θα φτάσουμε τα σαράντα κι οι εφτά φίλοι θα έχουν γίνει δύο- και πολλοί θα μας πέφτουν. Γιατί η καθημερινότητά μας, δε θα μας επιτρέπει να έχουμε και πολλά-πολλά με αυτούς. Νέα πρόσωπα θα έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στη ζωή μας- ίσως αυτά θα είναι και μέλη της οικογένειας που θα έχουμε δημιουργήσει. Συνεπώς, ο χρόνος για τους φίλους θα είναι ελάχιστος κι αρκετά συρρικνωμένος κι έτσι θα μείνουν δύο και καλοί!
Εκεί, κοντά στα 40 θα έχουμε πια μάθει πως δεν είναι μόνο ο χρόνος που κοστίζει -αφού δε θα έχουμε άλλο από δαύτον διαθέσιμο για χάσιμο- αλλά και κάτι άλλο, το πιο σημαντικό απ’ όλα: η ψυχική υγεία. Όταν καταλάβουμε μέσα από αυτό το ταξίδι ζωής πόσο εύθραυστη είναι και ποιες οι συνέπειες της απουσίας της, τότε ούτε χρόνο θα ξοδεύουμε πια άσκοπα, ούτε την ενέργειά μας, σε πράγματα, ανθρώπους και φιλίες άνευ σημασίας.
Ναι, οι δύο φίλοι είναι αρκετοί, αν είναι οι σωστοί, εκείνοι που μαζί τους θα περάσουμε δια πυρός και σιδήρου. Όλα τα άλλα είναι, τελικά, απλές λεπτομέρειες που έρχονται και φεύγουν. Η ζωή ξέρει και θα κάνει μόνη της την καλύτερη διαλογή.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου