Οι εποχές αλλάζουν, οι μέρες περνάνε κι ο χρόνος κυλάει σαν νερό. Πίσω από κάποιο παράθυρο, ένα παρατηρητήριο έχει στηθεί κι ένα ξάγρυπνο βλέμμα παρακολουθεί όλη αυτή την αλλαγή. Ένας άνθρωπος, που έχει παραμείνει πίσω από την κουρτίνα και μια συγκεκριμένη ώρα της ημέρας, κάθε μέρα, βλέπει το ίδιο σημείο ν’ αλλάζει μορφές, πηγαίνοντας από τη μέρα στη νύχτα. Πότε με χιόνια, πότε με βροχή και πότε με ζέστη να λούζει και να βράζει το τσιμέντο. Όλα αλλάζουν, μεταμορφώνονται, έστω και σε χρώμα, σε θερμοκρασία, σε υφή. Όμως, εκείνο το συναίσθημα παραμένει ίδιο και χτυπά στο στέρνο με τον ίδιο συνεχόμενο, σταθερό ρυθμό. Τον ρυθμό της υπομονής και της ελπίδας.
Πιο πέρα, σε ένα συρτάρι βρίσκεται ένα αντικείμενο που ξεχάστηκε. Ένα κλειδί, ένα αξεσουάρ, μια φούτερ, ένα τετράδιο ίσως, που έγινε μάρτυρας μιας στιγμής που παρέμεινε στο παρελθόν, ενώ θα έπρεπε να αποτελεί κομμάτι του παρόντος. Δεν επιστράφηκε ποτέ στον ιδιοκτήτη του. Κι όταν κάποια στιγμή βρέθηκε να περιπλανιέται στον χώρο -πριν μπει στο συρτάρι- σιωπή κατέκλυσε τον εξερευνητή κι ένα ρητορικό ερώτημα δημιουργήθηκε: «Να ενημερωθεί ο κάτοχος;»
Γιατί, λένε, πως δικαιούσαι να επιστρέψεις στον τόπο του εγκλήματος, για να πάρεις ένα αντικείμενο που ξέχασες. Έτσι, το να κρατηθεί φυλαγμένο, μέχρι να το ζητήσεις, είναι μια μορφή ελπίδας για επανασύνδεση. Έτσι κι εκείνο το φούτερ, παρέμεινε στο συρτάρι, σαν υπόσχεση για μια ακόμα συνάντηση. Κανείς δεν ήξερε αν θα υπήρχε η επιστροφή για την αναζήτησή του. Υπήρχε όμως η ελπίδα. Δεν μπορεί, θα έρθει, θα το ψάξει.
Σταδιακά, η κουρτίνα μεταμορφώνεται στον συνεργό μιας ασάλευτης μελαγχολίας για τη στασιμότητα των γεγονότων. Κρύβει επιμελώς την απέναντι πλευρά του δρόμου, όπου ο ιδιοκτήτης συνήθιζε να σταθμεύει το αυτοκίνητό του, και που τώρα είναι άδειο. Είναι πάντα άδειο, ακόμα κι αν σταθμεύει εκεί κάποιο άλλο όχημα. Μια πινακίδα που αναγράφει «Προσοχή Έργα» στέκει παραδίπλα. Προσοχή έργα, στην καρδιά που αναστηλώνεται κάθε πρωί και γκρεμίζεται κάθε βράδυ. Καμία διαφορά, καμία πρόοδος.
Τι κι αν οι εποχές αλλάξουν, τι κι αν οι δρόμοι στρωθούν με νέα άσφαλτο, τα σπίτια αλλάξουν στέγη κι οι άνθρωποι γεράσουν, το φούτερ θα μένει στο συρτάρι και το βλέμμα θα κρυφοκοιτάζει απ’ την κουρτίνα. Για εκείνο το αντικείμενο που μια ελπίδα γεννήθηκε, που νέα σενάρια διαδραματίστηκαν στο μυαλό, που η ανάγκη για μια ακόμα συνάντηση έμεινε να τρεμοπαίζει σαν φλόγα σε αβέβαιο κερί. Γιατί, όταν η ψυχή θέλει έναν άνθρωπο πίσω και πονάει στην απουσία του, δεν υπάρχει τίποτα αρκετά δυνατό για να την κάνει να προχωρήσει. Μένει μόνο ένα μαράζωμα, ένα «γιατί» κι ένα «ίσως αύριο» να την κρατούν να περιμένει.
Θα φανεί, θα εμφανιστεί κι όταν γίνει αυτό, όλα θ’ ανθίσουν. Μόνο τότε η εποχή θ’ αλλάζει όμορφα. Μόνο τότε η φύση θα οργιάσει. Θα έχει ζωντάνια κι ένα άρωμα αναγέννησης ο δρόμος, θα είναι μια στιγμή ευτυχίας, κι η κουρτίνα δε θ’ ανοίξει ξανά μάταια. Βουβά ελπίζει για εκείνη την εξέλιξη. Για τον χαρακτηριστικό ήχο του κουδουνιού, με την πολύ συγκεκριμένη αίσθηση του πατήματος. Για εκείνο το «γεια, ήρθα, δεν ξέρω αν έκανα καλά». Θα γυρίσει και το κουδούνι θα χτυπήσει στον ρυθμό εκείνου του ανθρώπου. Ίσως αύριο. Ίσως απόψε.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου