Οι στιγμές, όταν είναι σημαντικές, έχουν την ιδιότητα να παγώνουν τον χρόνο, να κάνουν το μυαλό σωπαίνει και τις σκέψεις να ταξιδεύουν σε μια άγνωστη κατεύθυνση. Πάθη, λάθη και πληγές δημιουργούν μια αξεπέραστη ιστορία μνήμης. Μια δική σου ιστορία που έχει καταγραφεί κι έχει περάσει πλέον στα κατάστιχα της ζωής σου.
Είναι κι άλλες όμως, που δημιουργούν τις ρυτίδες έκφρασης από μια ενόχληση ή μια αλλαγή που σου πήρε χρόνια ν’ αγαπήσεις και ν’ αποδεχθείς. Ένας κόμβος της ζωής σου που ήρθε και ρίζωσε μέσα σου για να σου θυμίζει ένα κεφάλαιο που με τόσο μόχθο έκλεισες. Υπάρχει εκεί για να θυμάσαι, πως κάποτε υπήρξες εκεί κι εσύ κι είχες σχέδια, όνειρα που δεν έπαψαν να μεγαλώνουν, απλώς άλλαξαν μορφή, υπόσταση κι άνοιξαν φτερά για να πετάξουν μακριά και να ολοκληρωθούν. Εικόνες, λόγια, σχέδια και στιγμές, ανθρώπους να σε περιβάλλουν, βόλτες, ταξίδια που τίποτα απ’ όλα αυτά δεν πραγματοποιήθηκε όπως το είχες εξ αρχής προγραμματίσει. Μια μηχανική ζωή, μια ρομποτική συνήθεια. Μια ανάσα που ολοένα εξέπνεε προς τον γκρεμό κι έπρεπε να αλλάξει δρόμο.
Κι εσύ δε δέχτηκες αυτή την κατάληξη, όχι γιατί έμαθες πώς να φτιάχνεις κάθε άσχημο, αλλά γιατί ο πόνος κατάλαβες πως δεν είναι φίλος. Δεν είναι η συντροφιά που αναζητάς. Το χαμόγελο είναι η συμφωνία που θέλεις να έχεις με τη ζωή. Ένα χαμόγελο που θ’ ακτινοβολεί, μια αύρα που θα λάμπει μέσα στην αισιοδοξία. Θέλησες αντί της λύπης, να ερωτευτείς μια στάση ζωής που δε θα θέλεις με τίποτα ν’ αποχωριστείς. Μέσα σε μια όμορφη κατάσταση, με όλη αυτή τη θετικότητα να σε περιβάλλει, νιώθεις δύναμη. Νιώθεις να είσαι άτρωτος, πως τίποτα δεν μπορεί να σ’ αγγίξει. Η σιγουριά, πως τα περασμένα δε θα επαναληφθούν γιατί έχεις σκοπό και κατεύθυνση πια.
Μέχρι που έρχεται εκείνο το ένα και μοναδικό κριτήριο που σε κάνει να αμφισβητείς όλα τα υπόλοιπα. Στη δική μου περίπτωση ήταν μια φωνή. Μια γνώριμη φωνή που έφερε το κενό ξανά μπροστά στις μύτες των δακτύλων σου. Γνώριμη φωνή, τόσο που ο εγκέφαλος δεν μπορεί καν να προσποιηθεί πως έχει ξεχάσει. Το σώμα, έχει ήδη καταλάβει από τα χιλιάδες μυρμηγκιάσματα που μόνο ένας άνθρωπος μπορούσε να προκαλέσει. Μόνο, ένας που υπήρχε κι έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη ζωή μου.
Παρέμεινα σε πλήρη ακινησία λες κι ήμουν άγαλμα, σε μια προσπάθεια να αποτρέψω τη σύνδεση παρελθόντος και παρόντος. Ή, για να είμαι λιγάκι πιο ειλικρινής, για ν’ ακούσω λίγο ακόμη αυτή τη φωνή που σχεδόν είχα δαιμονοποιήσει. Ήθελα να συγκεντρώσω κι άλλα στοιχεία προτού αποφασίσω αν θέλω να ρίξω μια κλοτσιά σε ό,τι κατάφερα και να τα διαλύσω όλα. Κι όπως συμβαίνει με τα πάντα αν δε βιαστείς να τα απορρίψεις, τελικά, ήρθε η απάντηση από μόνη της. Έτσι, αν έχεις διανύσει τα χιλιόμετρα που σου πρέπουν κι έρθει εκείνη η ώρα που θα πρέπει ν’ αποφασίσεις αν αξίζει να τα διαλύσεις πάλι όλα για μια γλυκιά βουτιά στο κενό, θα βρεθείς να χαμογελάς ανεπαίσθητα μπροστά σε μια επιλογή. Θα γυρίσεις ή όχι; Θα το κάνεις το βήμα ή θα σταθείς στα πόδια σου;
Τα μάτια μου βούρκωσαν. Το ίδιο κι εκείνα που, τελικά, γύρισα ν’ αντικρίσω.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου