Όσα χρόνια και αν περάσουν πάντα θα αναπολώ αυτές τις υπέροχες στιγμές που έζησα με τους λατρεμένους μου γονείς.

Εκείνα τα καλοκαίρια που συνηθίζαμε να κατασκηνώνουμε και να απολαμβάνουμε τις χαρές της φύσης. Θυμάμαι έντονα πώς κάθε φορά που τελείωνε το σχολείο πακετάραμε όλα μας τα υπάρχοντα σαν να μετακομίζαμε στο εξωτερικό. Δεν αφήναμε τίποτα πίσω, όλα αυτά στοιβαζόντουσαν στο παλιό Fiat jeep, μαζί με το κατοικίδιό μας τον «Κίτσο». Ένα κίτρινο καναρίνι, που εκνευριζόμουν να το ακούω κάθε πρωί να ξεσηκώνει τη γειτονιά και τη μητέρα μου να του κάνει γλύκες.

Με το ένα και με τ’ άλλο ξεκινούσαμε για τον ειδυλλιακό μας προορισμό, εκεί όπου θα μέναμε για τρεις ολόκληρους μήνες και μέρες πριν την έναρξη της σχολικής χρονιάς θα επιστρέφαμε πίσω. Η διαδρομή ήταν ατελείωτη, το αγαπητό τζιπάκι δεν είχε τη δύναμη να τρέξει στην εθνική οδό έτσι όπως είχε μεταμορφωθεί σε μια μπάλα με ρόδες. Στριμωγμένη ανάμεσα σε μαξιλάρια και διάφορα άλλα συμπράγκαλα  προσπαθούσα να μη ζαλιστώ και να είμαι συγκεντρωμένη στον προορισμό. Ο αδερφός δίπλα, είχε τη μεγαλύτερη άνεση, να σπρώχνει, να κλοτσάει και να απαιτεί με το δικό του τρόπο προσοχή.

Το ξεφόρτωμα έπαιρνε ώρες και δεν μπορούσα αυτόν τον δήθεν τσακωμό μεταξύ των γονιών μου. Ο πάσσαλος της σκηνής, δεν είχε μπει στη σωστή θέση, ο αδερφός δεν είχε φέρει το σφυρί απ’ το αυτοκίνητο κι εγώ να ψάχνω το μαγιό. Η μητέρα, να έχει ιδρώσει, να σιγομουρμουράει διάφορα, προς θεού, μην ακουστούν δυνατά και «τσαλακωθεί» το οικογενειακό μας πρότυπο.

Όταν πλέον είχαμε τακτοποιηθεί, φεύγαμε να ξεχυθούμε στην παραλία σαν ξένοι -ποτέ όλοι μαζί, Μετά από τόσα χρόνια που πιστά πηγαίναμε στο ίδιο μέρος, είχαμε πλέον αναπτύξει φιλίες και γνωριμίες. Ο καθένας μας είχε τη λαχτάρα να συναντήσει αυτό το αγαπητό πρόσωπο για να συνεχίσει αυτό που είχε μείνει στη μέση απ’ το προηγούμενο καλοκαίρι. Ευχάριστες φιλίες άκρως εποχιακές αλλά γεμάτες όμορφες στιγμές.

Ο ήλιος έκαιγε το κορμί. Τις πρώτες μέρες ένιωθες το δέρμα σου να καίγεται και στη συνέχεια απλά γινόσουν κάτι πιο σε σοκολάτα. Δε βγαίναμε απ’ τη θάλασσα αν δε βράδιαζε και ποτέ δεν ακούγαμε τη μητέρα μας που φώναζε ότι έχουμε μελανιάσει και ζαρώσει απ’ την πολύωρη παραμονή μας στο νερό. Ήταν τόσο ευεργετικό όλο αυτό, που ασυναίσθητα είχαμε κατεβάσει ρολά και δεν ακούγαμε σε καμία εντολή αλλά ούτε και την επίπληξη που δεχόμασταν μας εντυπωσίαζε πια. Ξέραμε πολύ καλά ότι όλο αυτό γίνεται για να γίνεται. Γονείς είναι και θα μιλήσουν -πρέπει, αυτή είναι μια απ’ τις πολλές τους ιδιότητες.

Το βράδυ οι μεγάλοι μαζεύονταν πότε στη μια σκηνή, πότε στην άλλη για να παίξουν κάνα χαρτί να γελάσουν, να πουν ανέκδοτα και να κάνουν φάρσες. Εμείς τα παιδιά, παίζαμε κρυφτό, κάποιο επιτραπέζιο και λέγαμε ιστορίες με φαντάσματα και μυστήρια. Άλλοτε το σκάγαμε να πάμε στην κοντινή ταβέρνα να φάμε στα κρυφά κάποιο παγωτό κι ας είχαμε ήδη φάει αρκετά. Μετά από κάμποση ώρα κάποιος είχε τσακωθεί με κάποιον και τότε επιστρέφαμε στους γονείς μας για να κατηγορήσουμε τον υπαίτιο, αλλά και για να αποδοθεί δικαιοσύνη στην αταξία μας. Λέγαμε πως θα κάνουμε μέρες να ξαναμιλήσουμε, γιατί ο άλλος δε μας φέρθηκε έντιμα και δε τον είχαμε πια φίλο. Αυτό το γνωστό παιχνίδι, όταν κάποιος σε πείραζε αυτομάτως έπαυε να είναι και φίλος σου. Μην ξεχνιόμαστε όμως, παιδιά ήμασταν κι αυτό ξεπερνιόταν μετά από λίγες ώρες.

Τότε ξανά βρισκόμασταν την επόμενη μέρα στην παραλία να κάνουμε ηλιοθεραπεία και να ονειρευτούμε τι θα γίνουμε όταν μεγαλώσουμε. Όνειρα, αθώα παιδικά με αφιλτράριστα λόγια, δίχως προβληματισμούς κι έννοιες. Παίζαμε μέχρι το βράδυ, δε σταματάγαμε να απολαμβάνουμε τη θάλασσα.

Τα μεσημέρια επιστρέφαμε απ’ την παραλία, ήταν η ιερή ώρα του φαγητού, που ήταν απαγορευτικό να πας για μπάνιο. Μετρούσαμε τα λεπτά, ξέραμε ότι έπρεπε να περάσουν δυο ώρες για να βρεθούμε ξανά με τα παιδιά. Αυτή η αναμονή μας έκανε ανήσυχους και δε θέλαμε να απολαύσουμε τη μεσημεριανή σιέστα μαζί με τους γονείς. Αρπάζαμε την ευκαιρία και φεύγαμε απ’ τη σκηνή για να παίξουμε σε κάποιο σημείο που να μην ενοχλούμε τους γύρω μας. Προσπαθούσαμε να μη γίνουμε αντιληπτοί γιατί αυτό είχε συνέπειες και κυρώσεις. Πώς όμως στο παιχνίδι να διατηρήσουμε την ηρεμία, όλο και κάποιος θα μάλωνε κι εκεί μας άκουγε όλος ο καταυλισμός.

Αυτό ήταν το δυσάρεστο, κάποιος γονιός ξύπναγε κι έπειτα κι οι υπόλοιποι. Ήταν αυτές οι μέρες που δεν είχε απογευματινό μπάνιο. Ήταν άμεση τιμωρία, ούτε καν μια επίπληξη για να μας συνετίσει. Είχε βαθύτερη έννοια αυτού του είδους τακτική, υπήρχαν αυτοκίνητα και ξένοι που ερχόντουσαν στην παραλία κι αυτό είχε ένα ρίσκο. Δεν μπορούσαμε να κυκλοφορούμε ελεύθεροι όταν οι γονείς μας ξεκουράζονταν το μεσημέρι. Έπρεπε να καταλάβουμε τη σοβαρότητα της κατάστασης.

Ανέμελα, δε θέλαμε να καταλάβουμε, παιδιά με αθώες σκέψεις και γεμάτα όνειρα για το αύριο. Οι πιο όμορφες διακοπές, να εισπράττεις ολοένα την αγάπη απ’ τους γονείς σου και να τρέχεις παιδί ακόμη στην παραλία για να αρπάξεις την μπάλα. Να απολαύσεις το παγωτό που έλιωνε πάνω σου και δεν έδινες σημασία αν είχες λερώσει την μπλούζα σου. Δε σε ένοιαζε αν έφαγες πολύ, αν ήσουν όμορφος ή έξυπνος -ήσουν απλά εσύ.

Ήξερες να ζεις και να γεύεσαι τόσο έντονα το καλοκαίρι σαν να μην υπήρχε αύριο.

Αυτές οι στιγμές δε μεταβιβάζονται, μένουν ανεξίτηλες στο χρόνο και νιώθεις ευλογία που ήσουν εκεί, που έχεις όλο αυτόν τον πλούσιο θησαυρό για να ταξιδεύεις σε αυτό το συναίσθημα και να γαληνεύεις.

 

Συντάκτης: Αλεξάνδρα Τσότσου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη