Άνθρωποι έρχονται και παρέρχονται, όμως, δυο φιγούρες ανθρώπων θα είναι πάντα δίπλα μας. Δεν είναι άλλοι απ’ τους λατρεμένους μας γονείς. Είναι εκείνοι που αντίκρισες πρώτοι κι ας μην ήξερες, ας μην καταλάβαινες πως ήταν δίπλα σου, απ’ το πρώτο κιόλας κλάμα.
Κλαίγοντας έρχεσαι στη ζωή κι εκείνοι, σε αγκαλιάζουν με δάκρυα χαράς και συγκίνησης. Πρέπει να περάσουν μήνες, για να δεις τα πρόσωπά τους από εκείνο το πρώιμο στάδιο της γέννησης, όμως, οι φωνές είναι γνώριμες. Είναι αναγνωρίσιμες, τις ξεχωρίζεις, στο άκουσμά τους νιώθεις οικεία και μια ασφάλεια. Τα πρώτα συναισθήματα αναπτύσσονται.
Οι γονείς είναι το Α και το Ω της ζωής μας. Είναι πάντα δίπλα μας ή παράλληλα κοντά μας. Η έννοια κι η φροντίδα τους είναι δεδομένες. Εκείνοι, απ’ την πρώτη κιόλας στιγμή, μας δίνουν αγάπη κι εμείς απλά θεατές σε αυτό που λέγεται «ζωή». Βλέπουμε, πειραματιζόμαστε και μιμούμαστε πολλά από αυτά που προβάλλονται μπροστά μας. Δεν έχουμε άποψη ούτε λογική, είναι τόσο παρορμητικές κι αθώες οι κινήσεις μας, που έχουν το ελαφρυντικό της ηλικίας.
Δε θα είμαστε για πάντα τα μικρά τους, σίγουρα, όμως, θα είμαστε τα παιδιά τους που ποτέ δε μεγάλωσαν. Η ζωή, όμως, δε θα μας χαϊδεύει όπως και εκείνοι. Η ίδια η «ζωή» θα είναι σκληρή, για τον καθένα μας. Τίποτα δεν είναι εύκολο και στρωμένο με ροδοπέταλα, όλοι δίνουμε το δικό μας αγώνα στην καθημερινότητά μας. Όμως, όπως και να έχει, όποιο αγώνα και δυσκολία να αντιμετωπίζουμε, αυτοί οι άνθρωποι θα μας βλέπουν μέσα απ’ τα δικά τους μάτια, εκείνα τα μωρά με τη σαλοπέτα που έκαναν χιλιάδες σκανταλιές. Δεν έχει να λέει, αν εμείς είμαστε με κουστούμια και ταγιέρ, η δική τους οπτική είναι διαφορετική. Είμαστε τα μωρά τους.
Θα θέλουν να μας πάρουν απ’ το χέρι για να πάμε στην παιδική χαρά να ξεχαστούμε και να αφήσουμε σε αυτά τα υπαίθρια τετραγωνικά, αυτή την παιδική ενεργητικότητά μας. Αυτό το στοιχείο που στο σπίτι έναν κάποιον εκνευρισμό δημιουργούσε. Γίνονταν έξαλλοι μαζί μας κι εμείς, πότε συνεχίζαμε τις σκανταλιές, πότε σκύβαμε το κεφάλι. Ναι, κατσουφιάζαμε για δευτερόλεπτα, μέχρι να ζητήσουμε κάτι ή να κάνουμε την επόμενη αταξία.
Σαφώς, όλη αυτή η υπερκινητικότητά μας έπαιζε το ρόλο της στο να αποφασίσουν, τελικά, να μας πάνε εκείνο το παγωτό που έλεγαν να αναβάλλουν. Ίσως κι εκείνη τη βόλτα στη παραλία, να πετάξουμε πέτρες. Όχι, απ’ το να γκρεμιστεί το σπίτι, καλύτερα να βγούμε έξω. Έτσι, είχαν-δεν είχαν κουράγιο, διάθεση και οικονομική δυνατότητα, μας τραβολογούσαν έξω, να χαρούμε, να ξεσπάσουμε και να γελάσουμε με την ψυχή μας.
Για φαντάσου, πως όλα αυτά για σένα είναι πλέον μακρινά. Για δες πώς μεγάλωσες, πλέον είσαι ενήλικας κι έχεις δικές σου ευθύνες και σκοτούρες. Τώρα, που ο χρόνος πέρασε, ωρίμασες, έκανες τις τρέλες σου κι έρχεσαι ξανά πιο κοντά με τους γονείς σου. Σε αυτή τη φάση της ζωής σου τους εκτιμάς πιο πολύ. Καταλαβαίνεις τους κόπους τους κι όλον αυτόν τον ιδρώτα που έδωσαν για να σε μεγαλώσουν.
Αναγνωρίζεις όσα έκαναν και θέλεις να το ανταποδώσεις. Θες εσύ να γίνεις «γονιός» για εκείνους. Να είσαι εσύ αυτός που τους φροντίζεις, να τους δώσεις χαρά κι αγάπη. Να τους πας μια βόλτα σε ένα μέρος όμορφο, να απολαύσουν τη λιακάδα και να μιλήσεις μαζί τους, να γελάσεις. Να τους δεις να χαμογελάνε.
Έτσι είναι η ροή του χρόνου, όσο περνά αφήνει σημάδια στο σώμα. Μια σχετική φθορά, που τους καθιστά λιγάκι ευθραύστους και χρήζει αγάπης και φροντίδας. Όπως τότε που εσύ ήσουν μωρό και φρόντιζαν εκείνοι για όλα όσα εσύ δεν μπορούσες να κάνεις. Είναι αντιστροφή ρόλων, ήρθε η στιγμή να προσφέρεις εσύ αυτό το νοιάξιμο.
Δίνεις και δείχνεις την αγάπη σου, τους βγάζεις βόλτα και τους προσφέρεις το παγωτό που κάποτε σαν τρελό και σκανταλιάρικο παιδί αποζητούσες. Δεν είναι πως εκείνοι θα κάνουν σκανταλιές, είναι πως η ζωή που φεύγει τους μελαγχολεί. Δε θέλεις να τους βλέπεις έτσι, δε θες σκούρα σύννεφα στα πρόσωπά τους. Θέλεις να δεις τη χαρά τους, να δεις αυτή τη λάμψη που ουσιαστικά είναι η πηγή ενέργειας της δική σου ζωής.
Τους κακομαθαίνεις, με όλες αυτές τις επιθυμίες που έχεις. Ο χρόνος είναι αυτός που σε έχει ενεργοποιήσει και θέλεις να περνάς περισσότερες στιγμές μαζί τους. Το χαίρεσαι κι ειλικρινά σου αρέσει που πλέον έχεις τη δύναμη να τους δείξεις πως τα κατάφερες κι έγινες ο όμορφος –εσωττεερικά– άνθρωπος που επιθυμούσαν. Τους κάνεις να είναι κι εκείνοι υπερήφανοι για σένα. Μια αμοιβαία κατάσταση, πως είχες τα σωστά εφόδια για αυτό που αντικρίζουν.
Ξέρεις πως οι στιγμές είναι μοναδικές και ο χρόνος πίσω δε γυρνάει. Τις εμπλουτίζεις διαρκώς και δε θες να χάνεις ούτε λεπτό χώρια τους. Είναι η αγάπη κι η ζωή σου που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη μαζί τους. Είσαι ευτυχισμένος, τώρα, σήμερα και για όσο τους βλέπεις κι εκείνους να ‘ναι καλά!
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη