Ξημέρωσε και όλα έμειναν στη μέση. Δυο μισογεμισμένα ποτήρια, αποτσίγαρα και ένα πιάτο με υπολείμματα. Ένα ανάκατο σαλόνι που μαρτυράει την παρουσία σου. Τα λόγια αιωρούνται στον αέρα, μια πληγή με άφθονο πόνο έμεινε ανοιχτή. Όλα είναι εδώ. Ας έρθει κάποιος να μαζέψει το σκηνικό αυτό, δε θέλω να το βλέπω, δε θέλω να θυμάμαι.
Είναι που εκείνο το αντικείμενο δεν ήθελες να μου το δώσεις για να μη μου θυμίζει εσένα. Τι τραγικό; Την παρουσία σου όμως, δε μου είπες πώς θα την ξορκίσω από το καταφύγιό μου. Το βεβήλωσες, όπως συνέθλιψες την καρδιά και την ψυχή μου. Όλα είναι εδώ! Κι εκείνα τα λόγια, το τρίπτυχο «Δε σε θέλω, δε σε γουστάρω, δε μου βγαίνει», τρεις φορές το είπες εκείνο το βράδυ. Για να το ακούσει ο εαυτός σου και μήπως το πιστέψεις κι εσύ; Ίσως! Θα μου πεις, όχι, με κοίταζες με σοβαρότητα, μες τα μάτια και με άνεση το έλεγες. Θα συμφωνήσω μαζί σου, έτσι εκπαιδεύτηκες να λες τα πιο σωστά σου ψέματα, μόνο που εσύ δεν το ήξερες ότι ακόμα κι αυτό γνώριζα.
Κοντοστάθηκες στην πόρτα να μου δηλώσεις πως εκείνο το αντικείμενο να το ξεχάσω και να στραφώ αλλού για να το αποκτήσω. Τι ειρωνεία; Το αναίρεσες μετά από δυο μέρες. Ο λόγος; Άγνωστος ή μήπως μια μεταμέλεια σε εκείνο το παγωμένο βράδυ; Ή μήπως τα συναισθήματά σου δε σε άφησαν να ηρεμήσει η δική σου ψυχή; Τι θα έκανες, άραγε στη θέση μου; Θα έτρεχες με την πρώτη ανταπόκριση; Δεν είναι η ψυχή μου ένα αντικείμενο για να παίξουμε άλλο. Δεν είμαι το κοριτσάκι που θα παίξω κρυφτό, αλλά ούτε ο άνθρωπος που θα αφήσω τα δικά μου συναισθήματα να με κάνουν ευάλωτη.
Εγωισμός; Ναι, μετά απ’ όλα αυτά επιβάλλεται να υπάρξει εγωισμός και αξιοπρέπεια. Λυπάμαι και εγώ τελικά. Ξέρω, θα μου πεις το προσπάθησες, «μισές δουλείες» σου απάντησα. Προσπάθησες με τον εαυτό σου, μετά από τόσα χρόνια, όχι με μένα. Αυτό είναι εγωισμός, ποτέ δεν μπήκες στο πραγματικό «εμείς», αλλά παρέμεινες στο ασφαλές σου «εγώ». Ήταν τα στερεότυπα που σε κράταγαν πίσω. Ένα βουνό με ευθύνες, ένα βουνό που ήταν στο στάδιο 5, όπως χαρακτηριστικά το αποκαλούσες. Ήθελες να φύγεις για το μηδέν, μόνο που άργησες κάτι χρόνια να το κάνεις. Εκείνο το νούμερο που κανείς δε σου έχει εγγυηθεί για την εξέλιξή του, αρκεί όμως να είναι μηδέν και τίποτα άλλο.
Κουράστηκε η ψυχή μου πλέον να σου επιτρέπει να μπαινοβγαίνεις στη ζωή μου. Φταίω, που σε άφησα να την αντιμετωπίζεις σαν «καφενείο». Ήταν το πιο σωστό μου λάθος, δε θα με μαλώσω, δε θα με κατακρίνω, θα με αγκαλιάσω και θα το αποδεχτώ. Ήταν αυτό που ένιωθα και εκείνη τη δεδομένη στιγμή ήθελα να το ζήσω. Πονάει, αλλά είμαι σίγουρη πως ο πόνος είναι τωρινός, κάθε μέρα θα κάνει την εμφάνιση της η λογική. Εκείνη η σωστή σκέψη που κάθε θύμησή σου, θα μου τη σαμποτάρει με εικόνες, πράξεις, λόγια που ειπώθηκαν σε εκείνο τον χρόνο που ήμασταν μαζί.
Θα μου καταστρέφει το συννεφάκι που κάθε φορά θα χτίζω. Αυτή είναι άλλωστε η δική της δουλειά να μου μεταφέρει στην επιφάνεια του μυαλού μου, τα δικά σου δούναι. Ακριβώς, αυτά τα «δούναι», τα ανύπαρκτα. Εμείς τα είχαμε διαχωρίσει, δεν υπήρχαν σε μια ομοιομορφία. Κάπως έτσι θα ξεφουσκώσει όλο αυτό και θα ακολουθήσει η ηρεμία. Έτσι θα ηρεμήσει η ψυχή μου, εκείνη που έδωσε με όλο της το είναι και τελικά αποχώρησε.
Λυπάμαι για αυτά που εισέπραξες, όχι γι’αυτά που σου δόθηκαν, αλλά για αυτά που θα υπάρχουν πάντα μέσα σου και όσο και αν θες να τα αποβάλεις, πάντα θα τα συναντάς μπροστά σου. Θα καταλάβεις τα λάθη σου μέσα από τη δική μου απουσία, όπως θα καταλάβω και εγώ τα δικά μου αντίστοιχα. Εκείνα τα λάθη που δε θα επιτρέψω να επαναλάβω. Ας μάθω από αυτά κι ας συνετιστώ. Ό,τι δε σου κάνει από την αρχή, δεν πρέπει να προσπαθείς να το δεις διαφορετικά αργότερα. Τίποτα δεν είναι διαφορετικό, τίποτα δεν αλλάζει ξαφνικά. Τουναντίον, θα πάρει άλλη διάσταση και το σίγουρο είναι πως θα σε οδηγήσει σε μια αδιέξοδη κατάσταση. Σε μια κατάσταση που δεν είναι εύκολο να τη διαχειριστείς γιατί είσαι πλέον έρμαιο των συναισθημάτων σου.
Όσο και αν σε μαγεύει αυτό που νιώθεις, ξέρεις μέσα σου βαθιά πως δεν είναι φυσιολογικό και ελπίζεις για εκείνη τη μέρα. Εκείνη που δε θα υπάρχει συνέχεια, μια σιωπή, ένα αναπάντητο μήνυμα, ένα αδιάφορο τηλέφωνο και μια ξένη τόσο ξένη περαστική παρουσία σε ένα τυχαίο σημείο. Θα ξημέρωνε κι εκείνη η μέρα, που όλα αυτά θα λάμβαναν «τέρμα». Και τελικά, ξημέρωσε!
Επιμέλεια κειμένου: Μάιρα Τσιρίγκα