Ως παιδί ακόμα μεγαλώνεις σε ένα περιβάλλον που όλα είναι ιδανικά για σένα. Οι γονείς φροντίζουν για σένα και για όλα αυτά που επιθυμείς. Η πειθαρχία κι η διαπαιδαγώγηση σε αυτό το πρώιμο στάδιο είναι σε ήπια μορφή. Είσαι «μωρό» και κανείς δεν έχει την πρόθεση να σου χαλάσει το οποιοδήποτε χατίρι. Όταν, βέβαια, έρχεται και το αδερφάκι, εκεί οι ισορροπίες διαταράσσονται. Ξεκινάει ένας ανταγωνισμός, μια ζήλια κι η γκρίνια στο σπίτι είναι ένα μόνιμο πρόβλημα για τους μεγάλους. Εκείνοι φροντίζουν με τον σωστό τρόπο να σου δείξουν και να σου μάθουν πώς θα πρέπει να τη διαχειριστείς. Είσαι υπό παρακολούθηση, μαθαίνεις και προσαρμόζεσαι σε αυτές τις συνθήκες.
Δυστυχώς, όμως, αυτό το συναίσθημα δεν είναι πάντα υπόθεση των «μεγάλων». Μετά την οικογενειακή απαγκίστρωση έχεις να κάνεις με τον ίδιο σου τον εαυτό και με την πραγματική κοινωνία που καλείσαι να ενταχθείς. Η ζήλια είναι ένα συναίσθημα με δυσάρεστες συνέπειες κι οι «μεγάλοι» δε θα είναι πάντα δίπλα σου να φροντίσουν για σένα.
Η ζήλια έχει δυο σημαντικά πρόσωπα. Το ένα είναι αυτό που σε πλημμυρίζει φθόνο, αρνητικότητα και μια επιθυμία να θες ο άλλος να είναι κατώτερος από εσένα. Είναι κάτι που θολώνει το μυαλό, δηλητηριάζει την ψυχή κι όποιες πράξεις κι αν γίνονται δεν έχουν λογική. Είναι η αίσθηση ότι υστερούμε από τύχη, ότι έχουμε λιγότερα από αυτά που θα θέλαμε κι ότι δεν έχουμε δυνατότητες. Πιστεύουμε ότι ο απέναντί μας είναι ευλογημένος, έχει όλα τα καλά του κόσμου κι εμείς απλά υπάρχουμε. Αυτό το συναίσθημα είναι ανώφελο, αλλά υπάρχει γύρω μας και πολλές φορές μας οδηγεί στην διαπίστωση «πόση κακία πια».
Δεν είναι απαραίτητα κακία, είναι ζήλια που κυριεύει τον άλλον και το λάθος που κάνει είναι ότι δεν αξιολογεί και δεν αποδέχεται τον ίδιο του τον εαυτό. Είναι αυτός που υποτιμά τις δυνατότητές του κι επαναπαύεται στην εύκολη λύση. Δηλαδή πως όλα είναι δύσκολα στη ζωή κι ακατόρθωτα ενώ εκείνος ουσιαστικά δεν έχει παλέψει για να αποκτήσει όσα πραγματικά θέλει. Έτσι ο απέναντι κι ο κάθε απέναντι, στα μάτια του υπερτερεί, φαντάζει απίστευτα –κι άδικα– πολύ τυχερός κι ο φθόνος γίνεται εμμονή στην καθημερινότητά του.
Απ’ την άλλη πλευρά, υπάρχει μια άλλη ζήλια, αυτή του θαυμασμού. Για την ακρίβεια δεν είναι ακριβώς ζήλια, αλλά μια επιθυμία στην οποία γνωρίζεις κι αναγνωρίζεις την κοπιαστική διαδρομή του συνάνθρωπου σου και θα ήθελες πραγματικά να του μοιάσεις. Είναι υπερηφάνεια για εκείνο το πρόσωπο, χαρά και καμάρι. Ενδιαφέρεσαι για τον φίλο, τον αδερφό, τον κολλητό σου.
Είναι κάτι για το οποίο τον επιβραβεύεις κι ενδόμυχα σου δίνει κίνητρο να ξεδιπλώσεις κι εσύ τις δικές σου δυνατότητες να αναρριχηθείς στη ζωή. Ένα είδος υγιούς ανταγωνισμού, που δεν έχει να κάνει με το ίδιο πεδίο μάχης. Νιώθεις πως ο απέναντί σου κατάφερε τους στόχους του κι εσύ είσαι όμοιός του, αντάξιός του για να είσαι δίπλα του. Νιώθεις όμορφα για όλα αυτά που εκείνος κατόρθωσε, αλλά γνωρίζεις επίσης πως κι εσύ έχεις δυνατότητες να τα καταφέρεις εξίσου καλά στη δική σου ζωή.
Δε νιώθεις μειονεκτικά, αντιθέτως αισθάνεσαι καλά που μπορείς να σταθείς σε αυτόν τον άνθρωπο. Με μια συμβουλή, μια άποψη που εσύ τη βλέπεις από άλλη οπτική γωνία. Μια αμφίδρομη κατάσταση που συμπληρώνει ο ένας τον άλλον κι αντίστροφα. Ένα ευχάριστο συναίσθημα.
Η ζήλια γεννιέται στο πλαίσιο που κάποιος δεν έχει πίστη στον εαυτό του. Όταν αισθάνεται ανασφάλεια κι απόρριψη για το κάθε του εγχείρημα. Δεν τολμούν, δε ρισκάρουν γιατί πιστεύουν πως τα μεγάλα όνειρα και σχέδια δεν είναι για εκείνους.
Το αντίδοτο στη ζήλια και τον φθόνο είναι οι ανασφαλείς άνθρωποι να αγαπήσουν τον εαυτό τους, να πιστέψουν στις ικανότητές τους και στη δύναμη να τα καταφέρουν και να διαφοροποιηθούν απ’ το σύνολο. Αυτό είναι πίστη στη δική τους εσωτερική δύναμη κι αφοσίωση στις προσδοκίες τους.
Τα όνειρα γίνονται πραγματικότητα όταν ο καθένας μας πιστέψει ότι δεν είναι άπιαστα. Με τη σωστή διαχείριση, την ωριμότητα και τη θετική σκέψη, η ζήλια θα εξαλειφθεί απ’ τη ζωή μας. Όλοι έχουμε αξίες αρκεί να τις αναγνωρίσουμε και να τις αξιοποιήσουμε ορθά!
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη