Έχει γλυκιά γεύση η λαχτάρα όταν γεννιέται. Και μια μορφή αυτής, τα όνειρα, μπορούν να συμβούν οποιασδήποτε στιγμή κι είναι σαν συμφωνία μυστική με την ευτυχία και τη χαρά. Στον δρόμο, στο αυτοκίνητο, σε μια διάβαση, σ’ ένα θρόισμα των φύλλων, στο σφύριγμα του αέρα, μια λέξη, ένας στίχος από ένα τραγούδι που ακούγεται από κάποιο μπαλκόνι, είναι αρκετά για να δώσουν το έναυσμα και να ξεκινήσει η επιθυμία. Το μυαλό θα ταξιδέψει εκεί που η ψυχή προστάζει και θ’ αρχίσει να παίρνει μορφή αυτό που ο νους στοχάζεται. Είναι το «θέλω» που εμφανίζεται, στολισμένο και διακοσμημένο με κορδέλες, το ίδιο που φέρνει χαμόγελο για όλο αυτό που οραματίζεσαι. Το ίδιο, που όταν επανέλθεις από το ολιγόλεπτο ταξίδι, θα είναι η αιτία για να πάρεις μια βαθιά ανάσα και να σιγομουρμουρίσεις πως «μακάρι έτσι να γίνει».
Κι άπαξ και σου το στερήσουν, νιώθεις την ατμόσφαιρα βαριά, σαν κάτι να σε πνίγει. Ένα σφίξιμο, ένα άγχος, μια καταπίεση, πολλά νεύρα. Είναι τ’ αρνητικά συναισθήματα που έχουν καλλιεργηθεί μέσα από την καταστολή του θέλω σου εκείνου. Αυτά που έμειναν εκεί, στο βάθος των αναμνήσεών σου. Προσπαθείς ν’ αλλάξεις την αίσθηση της ήττας, να την ομορφύνεις, μα δεν ομορφαίνει η αίσθηση πως έχασες ή δεν απέκτησες ποτέ αυτό που λαχταρούσες. Έτσι, όσα οραματίστηκες να ζήσεις, τώρα τα απωθείς κι αρνείσαι να στραφείς προς τη χαρά και την αισιοδοξία. Σαν ξεραμένο φυτό, ξεχασμένο σε μια γωνιά, χωρίς νερό και φως, που δεν πρόκειται να ζωντανέψει, δεν πρόκειται ν’ αλλάξει χρώμα και μορφή. “Δεν ήταν έρωτας” λες, “σιγά δεν ήταν τίποτα” συνεχίζεις. Μα, σε πίστεψες άραγε κι εσύ ποτέ;
Μπροστά στη στέρηση και την ανικανοποίητη λαχτάρα, το κεφάλι θα πέσει στο πάτωμα, ίσως ν’ ακουστεί κι ένα «δεν είναι για μένα αυτά», όσο γυρνάς την πλάτη σε ό,τι φαντάζει ονειρικό, μιας και σιγά-σιγά συνδέεται με την απάτη. Το μόνο που τελικά θα μείνει, είναι βαρίδι που θα σε πνίγει και κάθε μέρα, όσο γίνεται και πιο βαρύ. Κι έτσι θα έρθει η στιγμή που θα κάνεις όνειρα και την επόμενη στιγμή θα τα παίρνεις πίσω. Γιατί θ’ αποφασίσεις πια, πως δεν μπορείς να έχεις αυτό που θέλεις.
Θα υπάρξουν στιγμές που θα τα βάλεις με τον χρόνο, λες κι ο χρόνος φταίει για τα δικά σου ζητήματα, λες κι εσύ απουσίαζες όταν οι αποφάσεις παίρνονταν εις βάρος σου χωρίς την παραμικρή διεκδίκηση. Και τώρα, τον κατηγορείς και θυμώνεις, γιατί ο χρόνος τσούζει όταν χαραμίζεται και δεν εκτιμάται όταν η ωριμότητα απουσιάζει. Ένας μικρός βασανισμός η στέρηση μετά από σφοδρή επιθυμία, λες και ζεις μια επαναλαμβανόμενη στιγμή που θα παίζεται στο μυαλό συνεχώς, σε fast forward και mute για να βλέπεις εκείνο το δευτερόλεπτο που έκρινε την αποτυχία, μα χωρίς να μπορείς να καταλάβεις τίποτα εις βάθος. Σαν κάποιος να σου λέει μια περίληψη για το σημείο εκείνο που δείλιασες, ή για τότε που χρειάστηκε η τόλμη να πεις εκείνο το “σε θέλω” μα έμεινες μετέωρος να κοιτάς το κενό.
Θα κοιτάς πρόσωπα που συσπάστηκαν, χέρια που κουνιόντουσαν νευρικά, κεφάλια που κατέβαιναν κοιτώντας στο πάτωμα. Εκνευρισμός, αρνητικότητα κι ένα «δεν μπορώ να δώσω περισσότερα» μαζί με τον ήχο της πόρτας που κλείνει. Μια στιγμή δειλίας που εν τέλει έφερε στερητικό σύνδρομο και μια λαχτάρα που ποτέ δεν μπορεί να ικανοποιηθεί. Που κόστισε σε ψυχική υγεία, αγάπη, έρωτα και πάθος για ζωή. Δεν το ‘μαθες, κουτέ, τώρα που πονάς τόσο, πως οι αλήθειες και τα θέλω πρέπει πάντα να λέγονται άμεσα και ξεκάθαρα;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου