Ο χρόνος, λένε πως γιατρεύει τα πάντα. Μεγάλη απορία είναι πάντα το πώς αυτό γίνεται. Γιατί η αλήθεια είναι ότι γίνεται, δίχως κάποιος να το καταλαβαίνει. Έχει άμεση σύνδεση με το κλασικό ρητό που λέει, πως η «ζωή συνεχίζεται» κι όπως η επόμενη μέρα θα σε βρει να συνεχίζεις, κάποια στιγμή θα το κάνεις δίχως να πονάς. Δηλαδή, θα σηκωθείς, θα περιποιηθείς τον εαυτό σου, θα ετοιμαστείς και θα φύγεις για τη δουλειά και θα είσαι απλώς “εντάξει”.

Μέχρι τότε, όλα θα συνεχίσουν στον ρυθμό της ζωής, απλώς θα είναι απάλευτος· ακόμη κι αν είναι δύσκολο, ακόμη κι αν νιώθεις πως θες να τα παρατήσεις, δε θα είναι εφικτό. Μπορείς να ξεκουραστείς για λίγο, να κάνεις ένα διάλειμμα από τη ρουτίνα για να ηρεμήσεις και να βάλεις σε θέση τις σκέψεις σου, να επανατοποθετηθείς διαφορετικά. Θα βάλεις όρια, θα σε μαλώσεις, θα τσακωθείς με σένα, θα τσακωθείς νοερά και με τον άλλον άνθρωπο που συνέβαλε στο να βρίσκεσαι σε αυτή τη θέση. Όλα αυτά θα τα επεξεργάζεσαι και θα τα σκέφτεσαι για έξι με οχτώ μήνες.

Διότι, τεχνικά μιλώντας, τόσο, χρειάζεται ο εγκέφαλος υποσυνείδητα για να ξεχάσει. Όλο, όμως, αυτό τον καιρό, οι σκέψεις και τα συναισθήματα θα βιώνουν μια εκκρεμή κατάσταση. Τη μια θα θυμώνεις, την άλλη θα συγχωρείς, την άλλη θα ξεχνιέσαι και θα ξανά θυμάσαι. Είναι ένα φυσιολογικό στάδιο που αναγκαστικά διανύει οποιοσδήποτε μέχρι να αφομοιώσει όλα αυτά που έζησε και που στο τέλος θα κληθεί να ξεπεράσει. Θα είναι η λογική που θα αναλάβει να βάλει τάξη στην καρδιά, να εκλογικεύσει τις εικόνες που ο εγκέφαλος ταλαντεύεται να αφομοιώσει. Κι εφόσον ολοκληρωθεί η διαδικασία της εκλογίκευσης, τότε τα νέα δεδομένα θα είναι διαθέσιμα προς χρήση. Τότε θα μπορείς να δεχτείς σιγά-σιγά την κατάσταση και να συνεχίσεις με πιο ελαφριά διάθεση.

Σαν να έχεις αφήσει ένα κομμάτι ψυχής που δε σου ανήκει. Σαν να σου βάραινε την πορεία σου κι αυτό το έλλειμμα, θα έρθεις να το αναπληρώσεις με νέες καταστάσεις. Αν και δεν είναι πάντα εύκολο να ξεχάσεις και το συναίσθημα να αποχρωματιστεί. Μέχρι η καθημερινότητα να δημιουργήσει το περιθώριο για αλλαγή, οι κινήσεις θα είναι συγκεκριμένες. Αν δηλαδή, αυτό που συμβαίνει είναι χωρισμός, τότε πρώτα θα μάθεις πώς να ζεις χωρίς αυτόν που σε πλήγωσε, κι έπειτα θα τον συγχωρήσεις.

Κάθε μέρα, όμως, θα είναι ένα βήμα πιο κοντά στην απελευθέρωση. Κάθε μέρα θα είναι μια προσπάθεια για να μην τροφοδοτείται ο εγκέφαλος από τα περασμένα. Διότι όσο περισσότερο του δίνει κάποιος καύσιμο, με μπόλικη ουσία από το παρελθόν, θα αναπαράγει «χθες». Αν, όμως, κάποιος επιλέξει να του δώσει ένα καύσιμο με μπόλικο «αύριο» το αποτέλεσμα θα είναι εξαίσιο. Άρα, αυτό θα συμβάλει ενεργά, έτσι ώστε και η συγχώρεση να γίνει πιο άμεσα. Γιατί το χρονικό περιθώριο έξι με οχτώ μήνες, όπως εκτιμάται από την ψυχολογία, είναι απλώς ένας μέσος όρος. Έχουν υπάρξει και περιπτώσεις που κάποιος θέλησε να συγχωρήσει αμέσως και τα κατάφερε, ενώ άλλος, ακόμη και ποτέ.

Όλα σταματούν και ξεκινούν στην προσωπική επιλογή που κάνει κάποιος. Αν θέλει να επιστρέψει σε μια κατάσταση που ολοκληρώθηκε πρόσφατα, τότε θα επιστρέψει. Αν όμως είναι αποφασισμένος να προχωρήσει, σίγουρα το χρονικό διάστημα που ο εγκέφαλος χρειάζεται για να συγχωρέσει και να κινηθεί προς τα κάτω, θα τον ωφελήσει. Γιατί θα είναι συγκεντρωμένος σε αυτή την εγκεφαλική κάθαρση και θα συμβάλλει κι ο ίδιος ενεργά για να το καταφέρει. Ακόμη κι αυτό, το να ξεχάσει κάποιος, θέλει συνεργασία με τον εαυτό μας. Διαφορετικά το αποτέλεσμα θα είναι πάντα το ίδιο: Μια κατάσταση που θα επαναλαμβάνεται κι όσοι μήνες κι αν περάσουν, θα μένει πάντα κάπου στη μέση.

Χωρίς τη δική σου συμβολή, κανένας εγκέφαλος δε θα ξεχάσει και καμία συγχώρεση δε θα πραγματοποιηθεί. Όλα είναι θέμα εσωτερικής εργασίας κι αφοσίωσης. Φυσικά, όταν υπάρχει θέληση και επιλογή. Γιατί υπάρχει κι η περίπτωση του «δεν ξέρω» που κατατάσσεται σε μια άλλη κατηγορία από μόνη της. Εκείνη που δεν προχωράς, νομίζοντας ότι τα πόδια σου είναι κολλημένα κάτω. Μόνο που, ποτέ δεν είναι, να το ξέρεις.

Συντάκτης: Αλεξάνδρα Τσότσου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου