Κάθε που η εποχή αλλάζει, η πόλη αποκτάει μια άλλη χροιά. Μια κινητικότητα που την διακρίνει όλη μέρα αλλά και τη νύχτα, τις περισσότερες φορές μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Είναι μια συνήθεια, αναγνωριστική της νέας εποχής. Είναι εκείνη η περίοδος, η μετάβαση απ’ τον χειμώνα στην άνοιξη, με βήματα αρχικά δειλά, εκεί όπου η διάθεση, μαζί με τη θερμοκρασία, ανεβαίνει κι η σχέση μας με την κλεισούρα κάπως χαλάει. Σε όλες τις πόλεις το ίδιο σκηνικό, μια γλυκιά αναταραχή, μια γενικευμένη αόριστη ευθυμία, κάτι παραπάνω από γέλια κι ανεμελιά.
Αυτή η μετάβαση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κι η περίοδος των αποφάσεων, η μέρα έχει μεγαλύτερη διάρκεια κι η βιταμίνη D σε ωθεί να αλλάξεις ρότα. Δεν είναι η πρωτοχρονιά το κίνητρο για αλλαγή. Είναι εκείνη η εποχή που ασυναίσθητα νιώθεις δύναμη και σιγουριά για όσα θες να κάνεις. Εκείνα τα σχέδια για εκείνα που άφησες και για εκείνα που ξέχασες. Εκείνο το παγκάκι, που βλέπει θάλασσα και φιλοξενεί τη σιωπή, εκείνο θα γίνει το σημείο αναφοράς σου για όσα μπερδεμένα θες να λύσεις. Εκείνος ο προβληματισμός, που έχει προκαλέσει μεγάλη φασαρία στο μυαλό σου, είναι εδώ για να τον αντιμετωπίσεις.
Όσο η θάλασσα θα ‘ναι ήρεμη, τόση αταξία θα επικρατεί μέσα σου. Μες στη θορυβώδη σιωπή, εσύ θα θες να επιβληθείς σε σένα. Εδώ είναι οι αποφάσεις, εδώ θα λυγίσεις, θα ξεσπάσεις και σαν χείμαρρος θα βγουν όλα αυτά που σε ταλαιπώρησαν και σε στιγμάτισαν. Το αεράκι θα φυσάει το πρόσωπό σου και θα επιθυμείς μαζί του να πάρει και τα δυσάρεστα. Θα αδειάζει το μυαλό σου ολοένα, για να βρεθεί πια χώρος για σκέψεις θετικές. Κι αν δε βρεθεί ακόμα, η επόμενή σου επίσκεψη στο ίδιο σημείο θα σου προσφέρει αυτό που ζητάς.
Ξέρεις πως, αν όχι σήμερα, αύριο ή μεθαύριο εκείνη η αμείλικτη ομορφιά γύρω σου θα μιλήσει μέσα σου. Θα σου δώσει τις απαντήσεις που αναζητάς, για να απολαύσεις σιωπηρά, μαζί με όλα αυτά, εκείνο το ελαφρύ κάψιμο στο πρόσωπο απ’ το χάδι του ήλιου. Λατρεμένη συνήθεια, ειδικά όταν όλα αυτά που σε βασανίζουν τα βάζεις, τελικά, σε τάξη.
Είναι εκείνα τα πρόσωπα που θα αντικρίσεις σε μια πλατεία, σε ένα πάρκο, σ’ ένα απομακρυσμένο, σημείο, ίσως κάπου ψηλά, να αγναντεύουν τη θέα. Δεν είναι το μέρος, ούτε η στιγμή πάντα. Είναι εκείνος ο σεβντάς που θέλει χρόνο, ανάλυση και σκέψεις. Θέλει μια πραγματική αναπαράσταση του έργου, για να το δεις όμως απ’ άλλη οπτική αυτή τη φορά. Να γίνουν οι εναλλαγές ρόλων, να αισθανθείς τον άλλον και να μπορέσεις να εξηγήσεις τις αντιδράσεις, τις στάσεις και τις αποφάσεις.
Είναι καημός δύσκολος να λυθεί, χρειάζεσαι αποστάσεις απ’ το γεγονός κι ηρεμία, την ψυχραιμία να παίξεις το ίδιο έργο πολλές φορές μες στο μυαλό σου, όσες χρειαστεί για να καταλάβεις πώς θα το χειριστείς. Δεν είναι μια απλή κατάσταση, για να δώσεις άμεσα τη δική σου λύση. Έχει κάτι πιο βαθύ, που σε ταλαιπωρεί, εκείνο το συναίσθημα που εμπλέκεται και σε οδηγεί σε άλλη κατεύθυνση απ’ τη λογική. Αν ήταν αλλιώς, αν υπήρχε μόνο μια επιλογή, δε θα είχες φτάσει εδώ, σε αυτό το σημείο να μιλάς και να διαφωνείς με σένα, αντικρίζοντας την ομορφιά του τοπίου.
Ψάχνεις ενδόμυχα από αυτό που αντικρίζεις μια συμμετοχή σε αυτό που αφορά μόνο εσένα. Το μοιράζεσαι κατά αυτό τον τρόπο κι απεγνωσμένα θέλεις μια απάντηση, μια επιβεβαίωση στο σωστό και το λάθος σου. Θες τη θάλασσα, τον ουρανό, τη φύση για ακροατές σου, δε θες ανθρώπους γύρω σου. Θέλεις εσένα, να αφήσεις τον εαυτό σου κι εκείνο το τοπίο να κάνουν μια ειλικρινή κουβέντα για αυτά που είναι ακόμα εδώ και σε ταλαιπωρούν.
Εκείνοι, οι άνθρωποι που κάθονται αθόρυβα μόνοι σε ένα παγκάκι ή ένα πεζούλι, κουβαλούν καημούς και βάσανα. Δεν είναι μόνο πως απολαμβάνουν τη θέα που ξετυλίγεται μπροστά τους. Είναι η επιθυμία μα κι η ανάγκη για απομόνωση, το πρόβλημα που είναι εδώ κι η αναζήτηση της λύσης που απουσιάζει. Ένας έρωτας, ένας πόνος κι ένα αδιέξοδο, που στην απόδραση ψάχνει την έξοδό του.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη