Μια βόλτα δίπλα στη θάλασσα είναι λυτρωτική. Το βλέμμα θ’ αγναντέψει, ο καθαρός αέρας με αρκετή δόση ιωδίου θα εισχωρήσει στα πνευμόνια κι ένα όμορφο ταξίδι του νου θα ξεκινήσει. Δίπλα στ’ αλμυρά νερά, η σκέψη θα ταξιδέψει σ’ αυτά που έμειναν μια εκκρεμότητα, σε όλα όσα θα μπορούσαν να είναι αλλιώς, μα δεν είναι.

Αυτές οι εκκρεμότητες σκάνε πάντα σε ιδιωτικές στιγμές με σένα και τον εαυτό σου. Είναι σκέψεις σκληρές οι στιγμές που ποτέ δεν έκαναν τον κύκλο τους, δεν ολοκλήρωσαν τη διαδρομή τους. Για όλα εκείνα τα συναισθήματα που έμειναν κάπου στη μέση -ούτε στον πάτο ούτε στην επιφάνεια- κάθε μέρα μια νέα προσπάθεια γεννιέται για να τις πολεμήσει. Εκείνες οι στιγμές, που άφησαν το δικό τους στίγμα και δε θα ταξινομηθούν ποτέ μες στο μυαλό μας, μα ούτε και στην καρδιά μας. Αντιδρούν σε κάθε ερέθισμα που τις προκαλεί να λάβουν μέρος στην καθημερινότητά μας. Εμφανίζονται ως υπενθύμιση κι άλλοτε ως νοσταλγία. Η ιδιότητά τους, είναι να σου θυμίζουν να επιστρέφεις εκεί, για να τις λύσεις.

Είναι κι αυτή μια τέτοια περίπτωση, αυτή που έφυγες από εκείνη τη σχέση κι όλα όσα μοιράστηκες ήταν μεγάλα λόγια. Αντιθέτως, υπήρχαν άλλα λόγια που δεν ακούστηκαν τη στιγμή που έπρεπε, γιατί δεν ήθελες να χαλάσεις αυτό που ζούσατε. Δεν ήθελες να επισκιάσεις με γκρίνια και τσακωμούς εκείνη την όμορφη στιγμή που σας έβρισκε αγκαλιασμένους στον καναπέ. Η αγκαλιά και το χάδι ήταν βάλσαμο, νικούσαν με διαφορά τη σκέψη πως η σιωπή θα συσσωρευτεί και θα σας καταπιεί μια μέρα. Όχι, η σκέψη σου δεν πήγαινε τόσο μακριά, δεν ήθελες να το χαλάσεις.

 

 

Κι όσο δεν έλεγες τα σωστά λόγια, το μικρό σποράκι της διχόνοιας άνθιζε και δημιουργούσε μια κατάσταση χαοτικής επικοινωνίας που κάθε μέρα έπαιρνε μεγαλύτερη διάσταση. Έχανες κάθε μέρα λίγη από τη σχέση σου, ώσπου στο τέλος την έχασες εντελώς. Κι έτσι, μέσα σε τόση χασούρα και παράπονο, βρήκε δίοδο να εκφραστεί η δυσαρέσκεια, ο πόνος κι η θλίψη. Φόρεσες το πιο ψυχρό σου πρόσωπο και ξέσπασες λέγοντας όλα όσα δεν περίμενες ποτέ να ξεστομίσεις. Τη μέρα που χαρακτηρίστηκε «μέρα χωρισμού», ειπώθηκαν όλα αυτά που απέφευγες. Έμειναν δυο μάτια να κοιτάζουν αποσβολωμένα, ίσως γιατί δεν είχαν ιδέα, ίσως γιατί σοκαρίστηκαν μπροστά στην επιβεβαίωση της υποψίας τους πως υπήρχαν οι ενοχλήσεις, οι αντιπαραθέσεις που δεν έλαβαν μέρος τη σωστή στιγμή, με τον σωστό τρόπο επικοινωνίας. Υπήρχε η ανεπάρκεια, η έλλειψη προσπάθειας, το ανικανοποίητο.

Κι αφού ακουστούν τόσα κι άλλα τόσα, θ’ ακουστούν και τα μεγάλα, πραγματικά μεγάλα λόγια έρωτα, λίγο πριν κλείσει η αυλαία για την ηρωική έξοδο. Θα ειπωθούν λόγια μεγάλης, σπουδαίας αγάπης, ποιητικής, τέτοια που θα μοιάζουν απίστευτα- κι ίσως να είναι. Κάπως πρέπει να αμβλυνθεί η ενοχή, να μη φαγωθεί από το σαράκι το σώμα και το μυαλό για όλα όσα δεν είπε και ξαφνικά ξεστόμισε. Μπροστά σε κάθε μεγάλη εξομολόγηση, θα πάρει τη θέση της μια κουβέντα έρωτα, σαν το κουλουράκι δίπλα στον σκέτο καφέ για να τον καταπιείς ευκολότερα. Κι ύστερα, η φυγή.

Σ’ εκείνο το σημείο επιστρέφει το μυαλό, σ’ εκείνο που δε χωνεύεται. Κι έτσι, κάθε φορά θα πρέπει να μάθεις ν’ αποδέχεσαι την πραγματικότητα σχεδόν εκ νέου, μήπως κάποια στιγμή καταφέρεις να επικοινωνείς το συναίσθημα τη στιγμή που όντως το νιώθεις. Όταν φύγει και χαθεί, αργότερα θα φαντάζει ευκαιρία χαμένη και θα έχει πάρει μαζί της και τη μισή σχέση. Ό,τι μείνει, θα συμβάλλει στην αποτυχία και την κατάρρευσή της. Γιατί οι εκκρεμότητες πάντα θα βασανίζουν το μυαλό για πράξεις που δεν έγιναν, για λόγια που δεν ειπώθηκαν και για έρωτες που είπαν μεγάλα λόγια φεύγοντας, για να μην πονάνε τόσο τα άλλα, τα πιο σκληρά.

Δίπλα σ’ αυτή τη θάλασσα η σκέψη από όλα τα μεγάλα λόγια, ήρθε για να θυμίσει πως τελικά ειπώθηκαν κι ακούστηκαν αργά. Κι ας πασχίζει τώρα το μυαλό να βρει λύσεις για να σώσει κάτι που ανήκει στο παρελθόν. Τι νόημα έχει; Φτιάχνει το δικό του προσωπικό βασανιστήριο, για μια στιγμή που κάποτε θα μπορούσε να είναι ευκαιρία. Μια ευκαιρία που πια, εκτιμά. Μα έχει για πάντα χάσει.

Συντάκτης: Αλεξάνδρα Τσότσου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου