Κανείς δεν ξέρει το αύριο κι αν κάποιος προσπαθήσει να το προβλέψει, θα παίξει απλώς με μια πιθανότητα. Μια πιθανότητα που κυμαίνεται μεταξύ μιας θετικής και μιας αρνητικής έκβασης, κάτι σαν το yin και yang, το άσπρο και το μαύρο που το ένα συμπληρώνει το άλλο, μια δύναμη που συναντάμε μέσα σε κάθε άνθρωπο και στον τρόπο που αυτός συνδέεται.

Κάπως έτσι λοιπόν και παίζοντας με καλές και κακές πλευρές, με πιθανές κι απίθανες εκβάσεις, έρχονται οι άνθρωποι κοντά και φτιάχνουν σχέσεις. Παίρνουν φωτιά τα θέλω τους και τρελαίνονται τα σώματά τους κάθε στιγμή και λεπτό. Γίνονται ακούραστοι να μάθουν, να πλησιάσουν, ν’ ακούσουν ο ένας τον άλλον, να γευτούν λίγο ο ένας από τον άλλον. Κι έτσι παραδίνονται στη χημεία τους κι έρχονται κοντά και ζουν μαζί, φτιάχνοντας μια κοινή ζωή.

 

 

Μια πορεία ξεκινάει κι ένας έρωτας, μια ζωή που σφραγίζει μέσα της το «εγώ για σένα κι εσύ για μένα» χωρίς πολλά-πολλά. Και σ’ αυτό το παραμύθι που δημιουργεί το ζευγάρι, αν και δεν υπάρχει δράκους, ή κακιά μάγισσα που θέλει να τους πολεμήσει, να κλέψει λίγες στιγμές από τη δική τους ευτυχία, υπάρχει ο αμείλικτος χρόνος, η πάλη με τη φθορά και τη σκληρή ρουτίνα που θα τους καταπίνει κάθε μέρα κι από λίγο και θα τους γονατίζει μπροστά στα οικογενειακά βάρη που θα χρειαστεί να σηκώσουν.

Θα έρθουν εκείνες οι μέρες που το χαμόγελο με δυσκολία θα υπάρχει στο πρόσωπό τους. Ο μήνας δε θα περνάει και τα χρήματα θα έχουν στερέψει από τις πρώτες μέρες. Οι υποχρεώσεις θα τρέχουν κι η δυσκολία συνύπαρξης, μαζί με την καθημερινότητά τους, θα τους φέρουν σε σημείο να χάνουν την πίστη τους στη μαγεία του έρωτα και των συναισθημάτων. Θα είναι περισσότερο εταιρεία παρά εραστές. Περισσότερο συνεργάτες παρά παρέα. Περισσότερο αδέρφια παρά ζευγάρι. Οι λογαριασμοί, το ενοίκιο, το σχολείο κι η ανατροφή των παιδιών που θα έχουν προτεραιότητα πλέον, θα είναι αυτά που θα τους απασχολούν κατά βάση. Βυθισμένοι, σ’ όλα αυτά που πρέπει να διαχειριστούν, να τακτοποιήσουν, θέλοντας να διατηρήσουν την ισορροπία στο σπίτι, θα έρθει ως αποτέλεσμα το να ξεχάσουν τον ερωτισμό μεταξύ τους.

Τα κορμιά που έτρεμαν τώρα αγκαλιάζονται τρυφερά, τα χείλη που υγραίνονταν τώρα μασουλάνε ανοιχτά, η ανάγκη για οργασμούς γίνεται μια στα γρήγορα κι ο καθένας μόνος του στο μπάνιο. Κι ο έρωτας, μάλλον σε κάποιο άλλο ζευγάρι συνέβη, όχι σ’ εκείνους, λες και την ιστορία τους την είδαν σε κάποια ταινία. Έχει επέλθει η αδελφοποίηση. Εκείνη η περίπτωση, που το «σ’ αγαπώ ως άνθρωπο» γίνεται το νέο «σε θέλω». Ποιος έχει διάθεση για ερωτοτροπίες όταν υπάρχουν τόσα άλυτα θέματα και μηδέν ελεύθερος χρόνος; Όταν ο ένας από τους δυο, ή κι οι δυο, εγκαταλείπουν τον εαυτό τους κι απορροφώνται από τις συνθήκες της καθημερινότητας;

Τα κορμιά, αποσυνδέθηκαν, πάγωσαν μακριά το ένα από το άλλο κι ας τους χώριζε μόνο ένα μαξιλάρι κάθε βράδυ. Δυο ερωτευμένοι που έπαψαν να το θυμούνται. Που κάθε μέρα, έβαζαν σε σίγαση τα συναισθήματά τους και τ’ άφησαν ν’ αντικατασταθούν από τη σχεσιακή συνεργασία τους. Που θάφτηκαν σ’ εκείνες τις υποχρεώσεις που είχαν συγκεκριμένη ημερομηνία για την εξόφλησή τους. Για όλ’ αυτά τα χρονοδιαγράμματα που τηρούσαν, πουλούσαν τη δική τους σχέση. Και για όλα τα «πρέπει» που χρειάστηκε να ζήσουν, ένα συναίσθημα κατέληγε στον πάτο ενός λογαριασμού. Τελικά, άθελά τους παραιτήθηκαν. Ο καθένας από τον εαυτό του κι έπειτα, ό ένας από τον άλλο. Σημασία είχε μόνο η καθημερινή μάχη.

Κάπως έτσι ο έρωτας γίνεται μια φιλική αγάπη κι όλα αυτά που ξεκινάνε με πάθος και συναίσθημα, μετατρέπονται σε μια συμβίωση που χάνει τον χαρακτήρα της. Η μαγεία ξεθωριάζει, ο έρωτας εξατμίζεται. Το μόνο που μένει είναι η επιλογή. Κι ένα παιχνίδι με τις πιθανότητες που μόνο ο χρόνος ξέρει αν θα βγει ή όχι.

Συντάκτης: Αλεξάνδρα Τσότσου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου