Όταν η μουσική του γείτονα είναι στη διαπασών, δεν έχεις άλλη επιλογή παρά να καθίσεις στο μπαλκόνι και ν’ απολαύσεις τη στιγμή. Βέβαια, το ρεπερτόριο ίσως να μην είναι στις δικές σου προτιμήσεις, αλλά το δέχεσαι στωικά, γιατί διαφορετικά θα πέσεις στα ψυχοφάρμακα. Κι όσο τα τραγούδια παίζουν, παρατηρείς πως κάποιες μνήμες σου επαναφέρουν. Το μυαλό σου, θέλοντας και μη, ταξιδεύει σε παλιές στιγμές και χιλιάδες εικόνες θα ξεδιπλωθούν μπροστά σου.

Εκείνα τα καταχωνιασμένα και ξεχασμένα συναισθήματα θα παρελάσουν μπροστά σου, σαν εκείνο το αθώο αεράκι που έρχεται δειλά κι αγαλλιάζεις. Αναμνήσεις, εικόνες, λόγια, πρόσωπα και συναισθήματα θα σε επισκεφθούν και μια δόση κατάνυξης θα σε βυθίσει στις μνήμες. Τα μάτια θα βουρκώσουν, θα κοιτάνε σε αόριστες κατευθύνσεις για να σβήσουν την υγρασία τους, ενώ ο κόμπος στον λαιμό θα είναι μια μπουκιά που δε θα λέει να κατεβεί, να φύγει και να σε αφήσει στην ησυχία σου. Γιατί μαζί με τα τραγούδια του γείτονα, θυμήθηκες. Εσένα, εκείνον τον ταλαίπωρο έρωτα κι όλα αυτά που έγιναν μεταξύ σας. Μέχρι που έρχεται κι η λογοκρισία να σε στοιχειώσει. «Ανάθεμά σε» θ’ αναφωνήσεις και δε θα ξέρεις σε ποιον το απευθύνεις. Στον γείτονα που σε ταξίδεψε στο παρελθόν ή σε εκείνο το πρόσωπο που άφησες εκτός της ζωής σου.

Θα νιώσεις κάτι αόριστο να σφίγγει το στέρνο σου κι έτσι, σχεδόν από ένστικτο, θα αναγκαστείς να καταφύγεις στις γλυκές σας στιγμές. Μα θα επανέρχονται τ΄άσχημα και θα σε πνίγουν, όπως τότε, που το αγαπημένο σου πρόσωπο έκανε την πρώτη κίνηση που σε είχε κάνει έξαλλο. Όπως τότε, που έγινε το λάθος που δέχτηκες κι έπειτα δέχτηκες και το επόμενο κι όλη τη συμπεριφορά εκείνη, που σε οδήγησε σε μια κατάσταση εκτός ελέγχου.

Κι όσο τα σκέφτεσαι, τόσο δε σταματάς να σε μαλώνεις. Δε σταματάς να καταλογίζεις ευθύνες για τις αποφάσεις που δεν πήρες ή εκείνες που σίγουρα δεν έπρεπε να πάρεις αλλά τις πήρες έτσι κι αλλιώς. Για κάθε φορά που ήσουν έρμαιο των συναισθημάτων σου κι άφησες να σε πονέσεις. Να δημιουργήσεις πλήγμα μέσα σου, ένα πλήγμα που χρειάστηκες βοήθεια για να το μαζέψεις και να περισώσεις ό,τι είχε απομείνει από σένα. Δε σταματάς να σε κρίνεις. Δε σταματάς να σε μαλώνεις. Ο οξύς πόνος, είναι αυτός που σε κάνει σκληρό κι απόλυτο. Γιατί αγαπάς τον άνθρωπο που παρατηρείς να πονάει και δε θες να φτάσει να ζήσει τα ίδια ξανά, έστω και νοητά. Γιατί σε έσωσες λίγο πριν το χείλος του γκρεμού.

Για τόσο καιρό έχανες εσένα, έχανες από τη ζωή σου στιγμές, βόλτες, αγκαλιές, αγάπη κι έρωτα. Τ’ απογεύματά σου ήταν γεμάτα από θλίψη, το κρεβάτι σου μια καταναγκαστική συνουσία για να διατηρηθεί η σύνδεση. Για να μην υπάρξουν υπόνοιες, πως το ναυάγιο θα παραμείνει ναυάγιο. Συνεχίζεις να σε κρίνεις, να σε μαλώνεις για εκείνες τις φορές που συναίνεσες στο λάθος. Που δικαιολόγησες τον άλλον, που είπες πως φταίει η κατάσταση που είναι. Φταίει ο φίλος, ο γονιός, η δουλειά και ποτέ εκείνο το πρόσωπο που δεν τα έχει βρει με τον εαυτό του και λατρεύει να μεμψιμοιρεί και να βολεύεται σε λάθος καταστάσεις. Όχι, ποτέ δεν έφταιγαν οι άλλοι, αλλά εσύ που επέλεγες να παραμείνεις.

Σταματάς για λίγο, παίρνεις μια ανάσα. Όπως εσύ επιλέγεις την ευτυχία σου, όπως εσύ επιλέγεις να ζήσεις, ν’ αγαπήσεις και να ερωτευτείς, ακριβώς, έτσι επιλέγουν κι οι άλλοι. Αν εκείνοι δεν ξέρουν τι να επιλέξουν, είναι δικό τους θέμα. Παύεις να σε μαλώνεις. Σταματάς να σε κρίνεις.

Κλείνεις το παράθυρο κι αφήνεις τον γείτονα να παίζει τα τραγούδια του. Θα βάλεις δικά σου.

 

Συντάκτης: Αλεξάνδρα Τσότσου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου