Αν κάποιος κλείσει τα μάτια του και ταξιδέψει νοερά σ’ έναν κόσμο που δε θα υπήρχαν συναισθήματα, δε θα υπήρχε ένταση, πάθος κι ορμή για να μπερδεύουν το μυαλό του. Σ’ έναν κόσμο με ανθρώπους-μηχανές που το πρωί θα έπρεπε να σηκωθούν συγκεκριμένη ώρα, να βρεθούν σε μια συγκεκριμένη τοποθεσία, να υλοποιήσουν και να διεκπεραιώσουν ένα συγκεκριμένο πρότζεκτ. Να επιστρέψουν συγκεκριμένη ώρα, χωρίς να υπάρχει κάποια ανάγκη για εσωτερική αναζήτηση, ή για συντροφικότητα. Σ’ ‘εναν κόσμο που δε θα υπήρχε η ανάγκη για σούπερ μάρκετ, για τα προϊόντα άμεσης κατανάλωσης κι ανάγκης, για σοκολάτα ή νερό. Δε θα υπήρχαν οι θαμώνες στα καφέ, εστιατόρια και κάθε λογής μέρη που οι άνθρωποι με σάρκα κι οστά συνηθίζουν ν’ ανταλλάσσουν βλέμματα και τηλέφωνα. Δε θα υπήρχε τίποτα απ’ όλα αυτά που οι άνθρωποι κάνουν, λένε, τρώνε. Η πιο βασική όμως διαφορά, θα ήταν η απουσία του συναισθήματος, της ψυχής και της καρδιάς. Ενός τρίπτυχου που δίνει ζωντάνια κι υπόσταση στην ανθρωπότητα.
Κι όμως, η σκέψη αυτή δε μοιάζει και τόσο εκτός πραγματικότητας, αφού υπάρχουν πολλοί που ζουν μηχανικά, ρομποτικά κι όλα γύρω τους είναι σε πρόγραμμα τετραγωνισμένο προς πάσα κατεύθυνση. Το συναίσθημα εκλείπει, ενώ θα εξετάσει κανείς όλα τα στοιχεία που θα του δοθούν και σαν να κρατάει μια νοητή check list, θα σημειώσει μ’ ένα τικ τα υπέρ του να ζει χωρίς να ζει, με έναν ψυχρό, μηχανικό τρόπος που θα τον εξυπηρετεί στη βολή και μόνο. Θα μεταφερθεί έπειτα η φιλοσοφία του αυτή και στα αισθηματικά του, ψάχνοντας τον έρωτα με πρόγραμμα. Θα ζει χωρίς να νιώθει, χωρίς ποιότητα και ψυχή, σαν να υπάρχει μια τρύπα στην κατασκευή του. Κάθε μέρα θα μεγαλώνει το ανικανοποίητο, χωρίς να ξέρει ή να είναι σε θέση ν’ απαντήσει γιατί. Πώς να ξέρει, άλλωστε ότι το φαγητό θέλει αλάτι όταν αυτός το τρώει κατεψυγμένο;
Κάποια στιγμή, όλα εκείνα που κατά βάθος τον κάνουν ανθρώπινο, θα τον ωθήσουν ν’ αντιδράσει. Κάτι μέσα του βαθιά θα διαμαρτυρηθεί και θα φωνάξει σε κάποια ανύποπτη στιγμή. Απέναντι σ’ εκείνο το ρουτίνιασμα, σ’ εκείνον τον φαύλο κύκλο που είναι μόνο μαύρο-άσπρο, απέναντι στην ήπια, ανάλατη ζωή του, που ξαφνικά η γλώσσα του θα θελήσει να νοστιμίσει.
Δεν υπάρχουν συναισθήματα κατά παραγγελία, ούτε ζωές που πάνε μόνο βάσει σχεδίου. Κι αυτό το καταλαβαίνει το μέσα σου όταν κλείνεις κάθε συγκίνηση απ’ έξω, γιατί το ένστικτο ξέρει πως δεν μπορείς να επαναφέρεις κάτι που έχει ήδη ναυαγήσει κι αν το καταφέρεις, το ναυάγιο θα είναι για πάντα ένα ναυάγιο. Οπότε, η ίδια σου η καρδιά προσπαθεί να σε προλάβει από το να την κάνεις να πετρώσει. Αυτή η λοξή ματιά σ’ ένα πρόσωπο που σου λύγισε για λίγο την καρδούλα, ήταν ένα σημάδι. Γιατί ακόμα κι αν τα τετραγωνίσεις όλα, το τρίπτυχο συναισθήματα-ψύχη-καρδιά θα σου σκάσει στις πιο απίθανες στιγμές ένα ηχηρό χαστούκι στο μάγουλο για να καταλάβεις πως δεν είσαι μηχανή. Κι όταν αυτή η λοξή ματιά επαναληφθεί και γίνει μήνυμα κι έπειτα το μήνυμα γίνει συνάντηση κι η συνάντηση πυρκαγιά, κάθε πρόγραμμα και μέτρο θα πάει περίπατο.
Διότι όλ’ αυτά τα προγράμματα που «πρέπει» ν’ ακολουθήσεις για να είσαι σωστός, κάποια μέρα απλώς θα κάνουν ένα τσαφ και θα καούν από μόνα τους. Και τότε; Θα κρυφτείς από τον εαυτό σου, που ποτέ δεν έδωσες σημασία και δεν τον αγάπησες; Από τους ανθρώπους γύρω σου, που τους αντιμετώπισες για να εξυπηρετηθείς και τους κέρασες πόνο; Πόνο, που ίσως δεν είχες ιδέα πως κερνάς, όμως εσύ προκάλεσες και συνέχιζες να προκαλείς, αυτή τη φορά με την έκρηξη και την αλλαγή που βίαια επιβάλεις σε όποιον στέκεται στο πεδίο βολής σου. Κι αν θεώρησες έστω και μια στιγμή πως θα τη γλίτωνες, μάθε πως η ρουτίνα, μονότονη και βαρετή όπως είναι, δε βοηθάει να λειτουργήσει αυτό που υπάρχει στο στέρνο. Χρειάζεται κι ο χτύπος, που σαν ήχος πολέμου φέρνει το αίμα ρυθμικά σε όλο το σώμα. Κι αυτό, αν θελήσεις να το θάψεις, είναι σαν να προσπαθείς να χωρέσεις ένα τσουνάμι σε μια γυάλα. Τι λες, θα γίνει;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου