Πώς θα κυλήσει το αύριο, δεν ξέρει κανείς. Κι αν θέλει να βασιστεί σε μια ανθρώπινη εικασία και να πιστέψει πως η κατάσταση θα έχει μια συγκεκριμένη τροπή, πάλι σε αμφίβολες βάσεις θα στηρίζεται. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει την εξέλιξη μιας κατάστασης, όσο κι αν ξέρει τον άλλον καλά. Γιατί, ακόμα κι η έννοια «καλά», είναι ρευστή. Δεν υπάρχει τίποτα που να επιβεβαιώνει ή να εξασφαλίζει την ηρεμία και την ισορροπία σε μια σχέση που έχει εξελιχθεί σε μια όμορφη οικογένειά. Κανείς δε γνωρίζει, τι γίνεται πίσω από την πόρτα κάθε σπιτιού. Κανείς δε γνωρίζει τις κουβέντες, τα λόγια κι εκείνοι τους άγραφους νόμους που ορίζονται από τους δύο. Εκείνους που αποτελούν τους γονιούς και έχουν την ευθύνη της κατάστασης, που από κοινού αποφάσισαν να δημιουργήσουν.

Είναι η δική τους κλειστή κοινωνία κι έχουν συμφωνήσει να εφαρμόζουν τους δικούς τους όρους σύμφωνα με αυτά που εκείνοι θεωρούν σωστά και ηθικά. Κι ακόμα κι αν υπάρχει ρήξη μεταξύ τους, αν το συναίσθημα έχει παρέλθει ή αν η έγγαμη συμβίωση διανύει μια κρίση, υπάρχουν συνέπειες. Η συνήθεια, είναι χειρότερη κι από την αγάπη λένε, θέλει ισχυρό σθένος για να αλλαχτεί, να διακοπεί κι ο άμεσος πληγμένος να ανασάνει. Η συνήθεια δεν παύει να υφίσταται από τη μια στιγμή στην άλλη, όμως δε δέχεται νέους όρους. Μέσα από τη συνήθεια φαίνεται η αδυναμία του ενός και του άλλου αντίστοιχα, τα τρωτά σημεία που είναι εμφανή και στους δύο.

Στο σημείο που ο έγγαμος βίος έχει τερματιστεί και πριν ακόμη αυτό ανακοινωθεί -που ίσως να μη συμβεί και ποτέ-, τότε αυτός γίνεται ένας εφιάλτης. Γιατί όταν υπάρχει συναισθηματική αδυναμία κι ο άλλος χρησιμοποιεί κάθε μέσο για να χειραγωγήσει και να αποκτήσει αυτό που θέλει, μια κουβέντα αρκεί για να συντρίψει τον άλλον. Αρκεί για να τον κάνει να νιώσει συνυπεύθυνο, να αγχωθεί, να θρηνήσει. Μια κουβέντα, όπως «παραμένω για τα παιδιά», «γιατί είναι στην εφηβεία», «γιατί δεν υπάρχει άλλος τρόπος να μεγαλώσουν σωστά», «γιατί δεν έχω τα λεφτά», «την υπομονή». Είναι προσβλητική, χειριστική κι αυτομάτως ακυρώνει την ύπαρξη και τον ρόλο του άλλου στον οικογενειακό θεσμό, αυτή η φράση. Τον παρουσιάζει ως κάτι υποδεέστερο, που έχει πλήρη άγνοια, ανευθυνότητα και ανικανότητα να διαχειριστεί την ανατροφή των παιδιών. Οξύμωρο αν το σκεφτεί κανείς. Γιατί αυτός ο άνθρωπος χρόνια πριν αποτελούσε την ιδανική επιλογή. Αυτός ο σύντροφος ήταν η αρχή ενός ειδυλλίου, ενός έρωτα, μιας οικογένειας,

Για εκείνον τον έρωτα όλα ήταν όμορφα, συμφωνημένα χωρίς εγωισμούς και πλημμυρισμένο συναίσθημα. Όλα αυτά όμως, πήγαν τελικά στον βρόντο πλέον και στέλνουν χαιρετίσματα στο ζευγάρι. Και τώρα ο ένας κοιτάει πώς να χειριστεί τον άλλον, για δικό του όφελος. Τώρα, ξεκίνησαν τα σιγώ μουρμουρίσματα, τα μηνύματα σε αγαπημένα πρόσωπα, μην τυχόν χρειαστεί η επέμβαση της έκτακτης ανάγκης κι η γυναίκα με το όνομα, γίνει «εκείνη». Αυτά τα δυο πρόσωπα ξεκίνησαν τον δικό τους αγώνα μάχης, συμβιβάζονται σ’ έναν χώρο κι ο ένας παρακολουθεί τον άλλον σθεναρά. Ο ένας κοιτάει πώς να λειτουργήσει έξυπνα και να τεκμηριώσει με όμορφο τρόπο αυτό που θέλει, δίχως να αφήσει περιθώρια ελιγμού. Να αφοπλίσει τον άλλον και να τον αναγκάσει να σκύψει το κεφάλι, για να καταφέρει αυτό που αρχικά έχει στο μυαλό του. Το δικό του όφελος, τις δικές του ισορροπίες, με όποιο κόστος· ακόμη κι αν χρειαστεί να γίνει αδίστακτος, να κάνει πάλι χρήση την έννοια και την ύπαρξη των «παιδιών».

Των παιδιών που μαζί ονειρεύτηκαν, μαζί δημιούργησαν και κατά πάσα πιθανότητα μαζί αγάπησαν. Αυτών των παιδιών που τώρα γίνονται όπλα σ’ έναν πόλεμο κι άμαχοι ταυτόχρονα. Των ίδιων παιδιών που στέλνουν στο φροντιστήριο και στο ωδείο, και παινεύονται στους γύρω πως δεν τους λείπει τίποτα. Των παιδιών που βιώνουν μια σιωπηρή μάχη ανάμεσα σε δυο ανθρώπους που όφειλαν να είναι οι προστάτες τους. Των παιδιών που βλέπουν έναν σιωπηρό αγώνα, με έπαθλο ποιος θα υπερισχύσει. Έναν αγώνα που δίνεται όταν τα παιδιά λείπουν ή όταν κοιμούνται και πιστεύουν ότι δε γίνονται αντιληπτοί.

Πόσο ειρωνικό είναι, που θεωρούν ότι κανείς δε θα καταλάβει. Κανείς δε θα δει την ψυχρότητα που επικρατεί και το χάσμα επικοινωνίας μεταξύ τους -που ολοένα μεγαλώνει. Είναι αφόρητο να υπάρχει διαφωνία και με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο ο λόγος για τα «παιδιά» να εμφανίζεται. Είναι αφόρητο τα παιδιά να γίνονται η καραμέλα που κάποιος πιπιλάει ξεδιάντροπα όταν συνειδητά επέλεξε να τα μεγαλώσει. Κι αν έχασε σπουδές, όνειρα, ταξίδια, δεν είναι δικαιολογία για να βιαιοπραγεί έτσι ενάντιο σε ταίρι και παιδιά.

Γιατί ο άλλος σωπαίνει, νιώθει υπεύθυνος, λυπάται για τον χαμένο χρόνο του άλλου και κλείνεται στον εαυτό του. Ουσιαστικά παραδίδει τα όπλα και αφήνεται στη χειραγώγηση που του ασκείται. Δέχεται το βάρος της ευθύνης κι αυτή η αποδοχή είναι αρκετή για να γίνει πιόνι σε ξένα χέρια. Θα μπορούσε να είχε φύγει να εκπληρώσει τα δικά του όνειρα να κάνει τα δικά του ταξίδια, αλλά έμεινε. Και δεν πρέπει να αναρωτιόμαστε το γιατί. Πρέπει να στηρίζουμε αυτούς τους ανθρώπους, αυτούς που έμειναν κι αυτούς που βρήκαν το θάρρος κι έφυγαν. Πρέπει να είμαστε η εξωτερική βοήθεια για αυτούς· και τα παιδιά.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Αλεξάνδρα Τσότσου
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου