Είναι άλλο η σχέση κι άλλο η δέσμευση. «Σχετίζομαι» με κάποιον σημαίνει δημιουργώ μια συνάρτηση χρόνου μαζί του. «Δεσμεύομαι» σημαίνει δημιουργώ μια εξίσωση που έχει συγκεκριμένες τιμές. Ας αφήσουμε τους μαθηματικούς όρους διότι ούτως ή άλλως δεν είναι και το στοιχείο μου και μπορεί να κουβαλούν και μια ψύχρα μαζί τους κι ας εξηγήσω με πιο απλά λόγια το νόημα. Σε αυτό το πλαίσιο, «σχετίζομαι» θα μπορούσε να σημαίνει «επιλέγω», ενώ «δεσμεύομαι» θα μπορούσε να σημαίνει «υποχρεούμαι». Γι’ αυτό στον έρωτα το δεύτερο φοβίζει και συχνά περνιέται και στο πρώτο κάνοντάς το κι αυτό να έχει αρνητική χροιά.
Απ’ ό,τι καταλάβατε μπορεί να γίνει πολύ περίπλοκο το παιχνίδι των λέξεων και των ορισμών. Αν κι είμαι φαν ενός κλασικού και ξεκάθαρου ορισμού, είμαι και μέρος μιας γενιάς η οποία λίγο πολύ προσπαθεί να εξαλείψει τις ταμπέλες από απλά καθημερινά πράγματα. Θα μου πείτε, «καλά να μην ξέρω πώς να κατηγοριοποιήσω αυτό που έχω με έναν άλλο άνθρωπο;» και θα σας πω εγώ, να το κατηγοριοποιήσετε όπως θέλετε. Με το να πιανόμαστε από σημασίες λέξεων και τη σοβαρότητά τους όσο αφορά θέματα συναισθημάτων, το μόνο που θα καταφέρουμε είναι να φοβηθούμε ή να φοβίσουμε και τίποτα από αυτά τα δύο δε βοήθησε ποτέ κανέναν.
Οι δύο ορισμοί που προανέφερα, είναι φυσικά επακόλουθα ο ένας του άλλου κι επέρχονται και φυσικά στη ζωή μας. Πρώτα δημιουργούμε μια σχέση με έναν άλλο άνθρωπο κι ενώνουμε τα καθημερινά μας προγράμματα– για να το θέσουμε λίγο πιο ωμά. Δηλαδή, τίποτα δε μας αναγκάζει να είμαστε εξαρτώμενοι ο ένας από τον άλλο. Μπορείτε να το σκεφτείτε και σαν δύο παράλληλες γραμμές, μια κόκκινη και μια μπλε· κινήστε ταυτόχρονα προς την ίδια κατεύθυνση. Εάν η κατεύθυνση του ενός από τους δύο αλλάξει ή απομακρυνθεί, τότε καταλαβαίνουμε ότι πλέον ξεκινά η σχέση να φθείρεται κι επέρχεται ένας τέλος. Σε μια υγιή σχέση έχουμε την ελευθερία να μάθουμε από το ταίρι μας και να εξελιχτούμε κι ως ζευγάρι αλλά και ο καθένας ατομικά. Μπορούμε να ωθήσουμε το ταίρι μας να πετύχει τους στόχους του (και vice versa φυσικά) και μαζί να ξεκινήσουμε να προχωράμε προς τη δέσμευση.
Ο λόγος που η λέξη «δέσμευση» δε θα έπρεπε να τρομάζει κανέναν, είναι επειδή κανείς δε θα δεσμευτεί εάν δεν είναι σίγουρος, ή τουλάχιστον δε θα έπρεπε. Τη δέσμευση μπορούμε να την παρομοιάσουμε σαν τις δύο παράλληλες γραμμές, να ενώνονται και να γίνονται μία, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι η γραμμή θα γίνει μοβ. Θα εξακολουθούν να υπάρχουν μια κόκκινη και μια μπλε. Κυριολεκτώντας, επειδή δεσμευτήκαμε δε θα χάσουμε ούτε τον εαυτό μας, ούτε την αυθεντικότητά μας. Απλώς θα επιλέξουμε να ενώσουμε για τα καλά τις ζωές μας. Θα πρέπει να συνεννοούμαστε για απλά, καθημερινά πράγματα όπως, τι ώρα θα επιστρέψουμε σπίτι από τη δουλειά, τι θα φάμε για βραδινό, ποιος θα βάλει πλυντήριο, κ.ο.κ.. Συνήθως, η δέσμευση, σαν φυσική οντότητα, έρχεται με συγκατοίκηση αλλά αυτό σημαίνει ότι πρώτα επέρχεται συναισθηματικά κι από τις δύο πλευρές.
Πλέον μάθαμε να αγχωνόμαστε και να γινόμαστε καχύποπτοι με το παραμικρό και κινδυνεύουμε να χαλάμε ό,τι πάμε να χτίσουμε. Με πίεση κι άγχος τίποτα δε λειτούργησε και η Ρώμη δε χτίστηκε σε μια μέρα. Η δέσμευση δεν είναι κάτι που θα μας βρει στο δόξα πατρί, θα καταλάβουμε πότε είναι η στιγμή μια σχέση που δημιουργήσαμε να πάρει αυτό το δρόμο και είναι σημαντικό να μην το βιάσουμε εμείς οι ίδιοι. Από εκεί πηγάζει άλλωστε και ο φόβος μας, από την πιθανότητα να δεσμευτούμε με το λάθος άτομο.
Ο μόνος τρόπος να μπορέσουμε να απολαύσουμε τον έρωτά μας είναι να κινούμαστε με μικρά και σταθερά βηματάκια. Κανείς δε βιάζεται να κάνει τίποτα. Κλείνουμε τα αυτιά στις παλιομοδίτικες κοινωνικές νόρμες και κινούμαστε με τους ρυθμούς που εμείς θα αποφασίσουμε. Μαθαίνουμε πρώτα το ταίρι μας κι αφήνουμε τη σχέση να περάσει από τα κύματα που της είναι γραφτό. Δεν παρασυρόμαστε και δεν παρασύρουμε, αράζουμε κι απολαμβάνουμε το ταξίδι μας. Διότι μια φορά θα το ζήσουμε κι κρίμα είναι να το δυσκολεύουμε πιάνοντας τα χεράκια μας και βγάζοντας τα ματάκια μας.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου