Οι αποχωρισμοί ποτέ δεν είναι εύκολοι. Καλύτερα να μην τους σκέφτεσαι σαν αποχωρισμούς αλλά σαν ένα «θα τα πούμε σύντομα». Γιατί να είμαστε τόσο απόλυτοι άλλωστε; Στην προσπάθειά μας ίσως να ξεγελάσουμε τη στεναχώρια μας, αγνοούμε το γεγονός ότι αύριο θα ξυπνήσουμε σε διαφορετικές τοποθεσίες κι ότι θ’ ανοίξουμε τα μάτια μας στην εικόνα ενός δωματίου στο οποίο είμαστε μόνοι.

 

 

Κι έτσι, ψάχνοντας τρόπους ν’ αποφύγουμε το αναπόφευκτο, καταλήγουμε να συνοδεύουμε ο ένας τον άλλο πάντα μέχρι το τελευταίο βήμα που μπορούμε, κάθε φορά. Καμιά φορά θα φτάσουμε μέχρι τη στάση του λεωφορείου κι άλλες ίσως και μέχρι εκεί που μας αφήνει η ασφάλεια του αεροδρομίου. Κάπως νιώθουμε καλύτερα, νιώθουμε ότι η μισή διαδρομή ήδη έχει γίνει, ξαφνικά χαλαρώνουμε ξανά, πέφτοντας στην παγίδα που στήνουν πάντα οι στιγμές. Μια στιγμή που έχει διαφορετική κάθε φορά διάρκεια, όμως πάντα θα μας κάνει να θέλουμε να σταματήσει ο χρόνος σ’ εκείνη τη στιγμή. Πέφτουμε στην παγίδα και νομίζουμε ότι το θέλω μας μπορεί να γίνει πραγματικότητα, κι έτσι χαλαρώνουμε.

Θέλοντας να το τραβήξουμε ως το τέλος και θα καπνίσουμε κι όσα τσιγάρα προλαβαίνουμε, έτσι για να καλμάρουν ακόμη λίγο τα νεύρα και για να πούμε ότι τουλάχιστον προλάβαμε να καπνίσουμε 2 -γιατί βλέπεις τι είναι ένα τσιγάρο; 5 λεπτά και μια συζήτηση τυπική. Ενώ στα 2, προλαβαίνεις να μπεις σε πιο σοβαρά θέματα, ή τουλάχιστον αυτό θέλουμε να λέμε στον εαυτό μας. Κι εκεί που η ώρα φτάνει, ξεκινά η ησυχία. Ίσως να είναι κι από τις μοναδικές φορές που η ησυχία είναι εκκωφαντική και θα κάνουμε τα πάντα για να μην υπάρχει.

Δεν έχουμε να πούμε κάτι άλλο; Αυτό ήταν; Τέλειωσε;

Μήπως ξεχνάς κάτι που ήθελες να μου πεις;

Κανένας δε θα μάθει γιατί κανένας δεν έχει τα κότσια να διαλύσει αυτή την ηρεμία. Η τελευταία αγκαλιά θα κρατήσει κι ένα τέταρτο. Όσο μπορείς να την κάνεις να κρατήσει, τόσο το καλύτερο, γιατί ξέρεις ότι μόλις σταματήσει, θα μείνει και κενή για άγνωστο χρονικό διάστημα. Και το ζήτημα δεν είναι να είναι η αγκαλιά γεμάτη ή άδεια, αλλά να κουμπώνει στο σωστό άτομο, που δε θα είναι πλέον κοντά για να τελέσει το κομμάτι του. Η μάχη ανάμεσα στο να μη φανούμε ψυχροί, προσπαθώντας ταυτόχρονα να δείξουμε ήρεμοι και να διαχειριστούμε τον εαυτό μας, όσο πλησιάζει η ώρα της αναχώρησης, τόσο πιο δύσκολη γίνεται.

Κι από το βάθος αχνοφαίνονται 2 φώτα πολύ μεγάλα που σαν να μη μοιάζουν με αυτοκίνητο αλλά κάτι μεγαλύτερο. Κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε τι γίνεται. Καμιά φορά στο αεροδρόμιο, πιο εύκολο είναι να βλέπεις ν’ απομακρύνεται κάποιος με τα πόδια· σε κάνει να νιώθεις ότι δεν έφυγε ακόμη. Όταν όμως έχεις μπροστά σου 4 τροχούς και μια μηχανή που ακολουθεί πρόγραμμα και δε θα το σταματήσει για κανέναν, ξαφνικά σου παίρνουν τον έλεγχο απ’ τα χέρια. Δεν είναι πλέον στον έλεγχό μας πότε θ’ αποχωριστούμε. Πλέον το «ακόμα λίγο» και το «περίμενε» δεν υπάρχουν, χάνονται μόλις φανούν αυτά τα δύο φώτα.

Κι εκεί που νομίζεις ότι όλα τέλειωσαν κι είχες τόσα να πεις, μα δεν είπες τίποτα, θα σωθείς από το τελευταίο φιλί. Πώς συμβαίνει κάθε φορά τόσες λύπες, χαρές, συγγνώμη κι ευχαριστώ να κουκουλώνονται μέσα σ’ ένα φιλί πριν τον αποχωρισμό. Όποιος καβγάς κι αν έγινε, ξαφνικά διαλύεται γιατί στον επόμενο χτύπο της καρδιάς κάποιος θα λείπει. Όσο κι αν θέλουμε το τελευταίο φιλί να μην είναι το τελευταίο, αυτό είναι κάτι ακατόρθωτο.

Ίσως να ζούμε και για τη μέρα που θα σταματήσουμε να έχουμε τελευταία φιλιά, αλλά σίγουρα θ’ αναπνέουμε για τη στιγμή που θα έχουμε ξανά το πρώτο. Διότι, όσο κι αν μισούμε τη διαδικασία αυτή, το κάθε τελευταίο φιλί μας δίνει τη δυνατότητα να έχουμε κι άλλα πρώτα. Κι αν αυτό είναι το τίμημα που έχουμε να πληρώσουμε για να μπορούμε να πούμε ότι είχαμε πολλά πρώτα φιλιά, ας είναι.

 

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Σμαράγδα Σαββίδου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου