Εκείνη η φίλη χάθηκε σιγά-σιγά απ’ το τοπίο. Αλλάζετε, λέει, δεν ταιριάζετε πια, πρέπει να ανοίξετε τον κύκλος σας, αυτός έφυγε ισχυριζόμενος ότι τον έπνιγες με τα χάδια σου και το υπερβολικό σου νοιάξιμο. Με αποτέλεσμα να φορέσεις μια πανοπλία και να μη νοιαστείς ξανά για κανέναν εκτός από σένα. Ακόμη και τα βράδια συνήθιζες να χαϊδεύεις τον εαυτό σου και να σκέφτεσαι όλα όσα θέλεις να αποκτήσεις, τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων που θέλεις να έχεις δίπλα σου, χωρίς να προσπαθείς όμως γιατί πληγώθηκες κι υποσχέθηκες να μην επιτρέψεις να σου ξανασυμβεί. Έτσι αποφάσισες να σε χαϊδεύει ο μοναδικός άνθρωπος που δε θα εξαφανιστεί ποτέ, ο εαυτός σου.
Δεν πάει όμως έτσι, δεν μπορείς να τα ελέγχεις όλα και με αυτή τη στάση σου εμποδίζεις τη ζωή να σε επισκεφτεί, κλείνεσαι, αμύνεσαι και αποκλείεις τα πάντα, μαζί και τα όμορφα. Γιατί; Επειδή πληγώθηκες και φοβάσαι; Ε και; Όλοι πληγωθήκαμε, όλοι κάτι φοβόμαστε και τρέμουμε,αλλά αυτή η μόδα του κενού και δήθεν «δυνατού» ανθρώπου δεν παλεύεται.
Δυνατός είσαι άμα παραδεχθείς πως δεν αντέχεις μόνος σου, πως χρειάζεσαι ανθρώπους δίπλα σου να σε υποστηρίξουν και να σε ενθαρρύνουν. Άτομα που θα εμπιστευτείς να πλησιάσουν και να αγγίξουν με αγάπη τις πληγές σου. Να σε χαϊδέψουν, χωρίς να κάνεις ενστικτωδώς μια κίνηση πίσω τρέμοντας σαν να μη φας ξύλο όπως είπε κι η Γώγου.
Έχουμε συνηθίσει τη βία και γινόμαστε απαθείς μπροστά της, ο σύζυγος να βαράει τη γυναίκα του κι εμείς να δικαιολογούμε λέγοντας πως έχει περάσει δύσκολα μωρέ κι αυτά είναι οικογενειακά τους, με ποιο δικαίωμα εμείς να ανακατευτούμε; Σηκώνουμε το χέρια μας για να δείρουμε, να σπάσουμε, να σακατέψουμε τους γύρω μας ώστε να αποδείξουμε πως είμαστε δυνατοί, γερή φάρα, ανίκητη. Και δεν κάνουμε το πιο φυσικό, δε χαϊδεύουμε τον άλλον δείχνοντάς του πως δε διαφέρουμε και τόσο τελικά.
Όλοι πληγωθήκαμε κι ίσως πληγώσαμε κιόλας κι αντί αυτό να ανοίξει περισσότερους δρόμους επικοινωνίας έκλεισε και τους ήδη υπάρχοντες. Θεωρήσαμε ότι μόνοι μας μπορούμε να τα καταφέρουμε καλύτερα κι οι άλλοι αποτελούν εμπόδια που πρέπει να υπερνικήσουμε.
Συνηθίσαμε ακόμη και τα ψέματα που χτίσαμε ως προστασία. Όλες αυτές τις σχεδόν σχέσεις και τα σχεδόν συναισθήματα με αποτέλεσμα να γίνουμε αυτό που σιχαινόμασταν πιο πολύ όταν ήμασταν μικροί, συμβιβασμένοι. Συμβιβαστήκαμε στα περίπου γιατί πια δεν μπορούσαμε να ελέγξουμε τα έντονα, τα ζωντανά. Εσωτερικεύσαμε τα πάντα επειδή αποτελούμε πλέον το εξελιγμένο μοντέλο που δε ζητά ούτε απαιτεί χάδια κι αγάπη. Απομακρυνθήκαμε από χέρια ικανά να μας σφίξουν και να νιώσουμε ασφαλείς και δήθεν ξεχάσαμε εκείνες τις αγκαλιές που μέσα τους τίποτα δεν μπορούσε να μας πειράξει.
Το μόνο που δεν καταλάβαμε είναι το με αυτό τον τρόπο μετατραπήκαμε σε επιθετικά όντα γεμάτα θυμό που στράφηκαν εναντίον του εαυτού τους. Εμπόδισαν τον μοναδικό άνθρωπο που ισχυρίστηκαν ποτέ πως αγάπησαν στα αλήθεια να νιώσει, να αφεθεί στην ομορφιά της ζωής, σε αυτό το απρόβλεπτο και ταυτόχρονα ακαταμάχητο στοιχείο της που δεν ξέρεις ποτέ πού θα βρεθείς και τι θα συναντήσεις στη συνέχεια.
Επιλέξαμε να έχουμε τα χέρια μας καθαρά, να μην μπλεχτούμε σε ξένες υποθέσεις ενώ παράλληλα δε θα αφήσουμε κανέναν να ανακατευτεί στις δικές μας προσωπικές υποθέσεις. Κενοί άνθρωποι σε μια κενή πόλη που πάνε κι έρχονται χωρίς κατεύθυνση, έτσι καταντήσαμε και δυστυχώς έτσι κατάντησε κι η ζωή μας, κενή.
Μόνο που κάναμε λάθος και τα καθαρά χέρια δεν είναι η λύση και τα λερωμένα απ’ την άλλη δεν είναι απαραίτητα και βρόμικα. Μπορείς πράγματι να κάτσεις σπίτι, να μην αφήσεις κανέναν να σε καταλάβει, να νίψεις τα χέρια σου και να κοιτάς μόνο τη δουλειά σου. Μπορείς όμως και να λερωθείς, να βγεις έξω να προσπαθήσεις για όσα θεωρείς σημαντικά και να διεκδικήσεις αυτά που χρειάζεσαι για να συνεχίσεις να προσπαθείς. Τα χάδια σου και τις αγκαλιές σου από άλλα βρόμικα χέρια που βγήκαν και αυτά από το σπίτι τους για να λερωθούν προσπαθώντας για το καλύτερο κυρίως με το χάδι τους.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη