Κάποτε, είχα βρει την εξής όμορφη φράση: HOPE means Hold On, Pain Ends. Θυμάμαι μάλιστα, πως το είχα ζωγραφίσει σε έναν καμβά και το είχα κρεμάσει στο δωμάτιό μου. Έρχονται όμως στιγμές που πιάνω και τον εαυτό μου αλλά και άλλους να αναρωτιούνται στη θέα αυτού του πίνακα: does it, really?
Μια ζωή εμείς οι άνθρωποι περιμένουμε εκείνη την «άσπρη μέρα». Πιεζόμαστε στη δουλειά και ονειρευόμαστε εκείνες τις διακοπές όπου θα είμαστε τόσο ανέμελοι που θα πετάξουμε το τηλέφωνό μας στη θάλασσα και θα μας κάνουν αέρα με φύλλα φοίνικα όσο θα πίνουμε το κοκτέιλ μας. Για κάθε δυσκολία που αναγκαζόμαστε να ξεπεράσουμε, πείθουμε τον εαυτό μας πως όλα θα πάνε καλά -όχι τώρα αλλά κάποια στιγμή στο μέλλον- και πως μετά από αυτό θα φτάσουμε στη γη της Επαγγελίας και θα ζήσουμε εμείς καλά κι εμείς καλύτερα (ναι, εμείς εις διπλούν, οι «αυτοί» ας βρούνε μόνοι τους το happy end τους).
Γιατί όμως κοροϊδευόμαστε κατ’ αυτόν τον τρόπο, έχεις σκεφτεί ποτέ; Όλο και κάποιους φίλους θα έχεις κι εσύ, όπως κι εγώ, που βαφτίζουν τους εαυτούς τους κυνικούς και λένε πως ο πόνος είναι αυτός που δίνει νόημα στη ζωή. Χάρη σε αυτόν μπορείς να εκτιμάς τις όμορφες στιγμές, να εξελίσσεσαι, να βγαίνεις από βλαβερές καταστάσεις, να παίρνεις μαθήματα και άλλα πολλά τέτοια όμορφα. Αν όμως ο πόνος είναι τόσο καλός για εμάς όσο λένε, δεν είναι λίγο ειρωνικό να κοιτάμε συνέχεια να απαλλαχτούμε από αυτόν και να ελπίζουμε πως κάποια μέρα δε θα χρειαστεί να τον ξανανιώσουμε;
Δε θα σου πω ψέματα. Τα πάντα είναι μέσα στο πρόγραμμα σε αυτήν τη ζωή. Το μόνο πρόβλημα, είναι πως δεν εστιάζουμε στα σωστά σημεία αυτού μας του προγράμματος. Από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ζωής μας, γνωρίζουμε πως σε αυτόν τον κόσμο υπάρχουν τα καλά και τα άσχημα. Υπάρχει η τσουλήθρα, υπάρχει και το χαλίκι από κάτω. Υπάρχει η ευτυχία και η δυστυχία, υπάρχει το όμορφο και το άσχημο, υπάρχει η γλύκα της καραμέλας και η πίκρα της αντιβίωσης. Κι ενώ κυνηγάμε μόνιμα και αδιάκοπα τα πρώτα, μοιάζει λες και μας συμβαίνουν συνεχώς τα δεύτερα.
Και κάπως έτσι φτάνουμε στο σημείο να λέμε «Γιατί σε μένα;», «Γιατί πάλι;», «Δεν αντέχω άλλο πια», «Όλα τα κακά σε μένα», «Δε δικαιούμαι λίγη ευτυχία κι εγώ;», τα ξέρεις, μην τα γράφω όλα. Στάνταρ τα ‘χεις πει κάποια στιγμή, στάνταρ τα ‘χω πει κι εγώ. Και πού καταλήγουμε; Εκτός όμως απ’ το να κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας λέγοντάς τους πως θα ‘ρθει η άγια εκείνη μέρα που δε θα πονάμε ακόμα κι αν χτυπάμε ασταμάτητα το κεφάλι μας στον τοίχο, δηλαδή τους καταδικάζουμε να πιστέψουν ψέματα που ούτε σε βραζιλιάνικες σαπουνόπερες δεν ακούμε! Πού καταλήγουμε λοιπόν; Σε ένα και μοναδικό αποτέλεσμα: αποκτούμε την εμμονική τάση να εστιάζουμε πάντα στα αρνητικά. Θες γιατί μας τσιγκλάνε πιο πολύ; Θες επειδή μας πελαγώνουν; Θες επειδή δρουν πάνω μας όπως ο κρυπτονίτης στον Σούπερμαν και νιώθουμε πως μας κόβουν τα πόδια; Όπως θες πες το, το αποτέλεσμα παραμένει ίδιο και το ερώτημα ένα: πώς βγαίνουμε τελικά από τον κύκλο του αρνητισμού;
Όταν πήγαινα ακόμα στο σχολείο μια καθηγήτριά μου, μου είχε πει πως δε θέλει να της ξαναδικαιολογηθώ ποτέ για τίποτα. Πίστευε πως οι δικαιολογίες είναι δείγμα λύπησης εαυτού και μπαλώματος καταστάσεων. Και ενώ τότε μου είχε φανεί αντιπαιδαγωγικό, αρκετά χρόνια αργότερα νομίζω πως ήταν μια απ’ τις καλύτερες συμβουλές που πήρα ποτέ μου. Όταν δικαιολογούμε τους εαυτούς μας για τα πάντα -και δεν αναφέρομαι σε καμία περίπτωση σε καταστάσεις που επιβάλλεται να τον υπερασπιστούμε- βρισκόμαστε σε μια θέση αυτολύπησης και κακομοιριάσματος που καθόλου καλό δε μας κάνει. Τότε είναι που λέμε όλα τα παραπάνω ψέματα, τότε είναι που νιώθουμε μουδιασμένοι και ανήμποροι να ανταπεξέλθουμε σε ό,τι βρέθηκε στο διάβα μας, τότε είναι που περιμένουμε να τελειώσει ο πόνος αντί να τον διώχνουμε και να συνεχίζουμε να απολαμβάνουμε την ευτυχία μας.
Τότε είναι και που πρέπει να εκπαιδευτούμε -από εμάς τους ίδιους φυσικά- να μη δίνουμε στα αρνητικά περισσότερη αξία απ’ όση χρειάζεται. Η ενέργειά μας, καλώς ή κακώς, δεν είναι αστείρευτη και όταν τη σπαταλάμε αλόγιστα στην κάθε μικρή ή μεγάλη αναποδιά που πετυχαίνουμε στο δρόμο μας, δε μας μένει ούτε σταλιά για να διοχετεύσουμε στις όμορφες στιγμές που τόσο περιμένουμε να ζήσουμε. Και καταλαβαίνεις πως έτσι, μέχρι να ξαναγεμίσουμε μπαταρίες και να είμαστε έτοιμοι να ζήσουμε τη ζωή μας στο φουλ, ο τροχός γυρίζει και βρισκόμαστε και πάλι στον πάτο του. Ε, κατάσταση είναι αυτή;
Βαθιές ανάσες, λοιπόν, και ψυχραιμία. Ρόδα είναι και γυρνάει και ποτέ δε σταματάει, που λέει και ο σοφός λαός. Κράτα την ενέργειά σου για τα όμορφα, για αυτά που ζεσταίνουν την καρδιά σου, και όσο για τα άσχημα, μην τους αφιερώνεις δεύτερη σκέψη. Δίνε τον καλύτερό σου εαυτό σε κάθε σου στιγμή, αλλά μην αφήνεις τις σκέψεις σου να σε κάνουν έρμαιο και μαριονέτα τους. Μπορείς να τις ελέγξεις, ακόμα κι αν δεν μπορείς να τις αλλάξεις και αυτό είναι το δυνατό σου χαρτί σε ό,τι έχει να κάνει με το πώς θα περνάς και πώς θα ζεις.
Δε χρειάζεται να περιμένεις να περάσει ο πόνος, γιατί τότε απλώς θα έρθει ο επόμενος. Το μόνο που χρειάζεται είναι να τον αποδεχτείς, να τον καλοδεχτείς και να τον γυρίσεις απ’ την ανάποδη, απ’ την άλλη του όψη, εκείνη που θα σε κάνει να χαμογελάσεις.
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη