Η πίστη, λένε, μπορεί να μετακινήσει ακόμα και βουνά. Όχι, εδώ δε μιλάμε για την πίστη στο Βούδα ή τον Αλάχ ή τον Χριστό. Μιλάμε για την πίστη σε κάποιον άλλο παντοδύναμο θεό: τον ίδιο μας τον εαυτό. Για εμάς τους ανθρώπους φαίνεται να είναι πανεύκολο να αμφισβητούμε τις ικανότητες και τις δυνατότητές μας. Ακόμα πιο εύκολο, δε, είναι το να κατασκευάζουμε σενάρια που προδικάζουν καταστάσεις, απλώς και μόνο επειδή το παρελθόν μας ή η εμπειρία μας (προσωπική ή εξωτερική) μάς έχει οδηγήσει στο να πιστεύουμε σε κάποιες σταθερές, οι οποίες, όμως, συχνά τείνουν να ανατρέπονται από τον ίδιο τον απρόβλεπτο, ανθρώπινο παράγοντα.
Όταν μιλάμε για τις ανθρώπινες σχέσεις συγκεκριμένα, και δη τις ερωτικές, είναι σχεδόν αδύνατο -αν όχι εντελώς- να πιάσουμε το ζήτημα από μαθηματική οπτική. Κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει το συναίσθημα, τη συμπεριφορά, τις συνθήκες, τις σκέψεις, τις ιδέες, τα λόγια, τις πράξεις ή οτιδήποτε άλλο είναι αυτό που καθορίζει το αν μία σχέση θα δουλέψει (και για πόσο) ή όχι.
Εμείς είμαστε παντογνώστες, όμως! Μπορούμε να πούμε με σιγουριά πως εκείνο το συγκεκριμένο άτομο δεν υπάρχει περίπτωση να ενδιαφέρεται για εμάς ή πως αυτή η ορισμένη σχέση δεν πρόκειται να βγάλει πουθενά. Μπορούμε να υπολογίσουμε σε κλάσματα δευτερολέπτων και με ελάχιστα δεδομένα, όπως 2-3 κοινωνικές αλληλεπιδράσεις με κάποιον, το πού θα καταλήξει η ιστορία μας ή το αν θα προλάβει να ξεκινήσει καν. Φοβερό προσόν, ε;
Όχι. Αυτό δεν πρόκειται για ανθρώπινο προσόν αλλά για μια απλή παρεξήγηση. Η ίδια μας η ζωή μάς διδάσκει καθημερινά πως τα πράγματα σπανίως πηγαίνουν ακριβώς όπως τα σχεδιάζουμε. Παρ’ ολ’ αυτά, εμείς συνεχίζουμε να κάνουμε σχέδια και υπολογισμούς για το καθετί, από το πρόγραμμα της ημέρας μας μέχρι τις διαπροσωπικές μας σχέσεις. Και ποιο το όφελος; Το να είμαστε τάχα μου προετοιμασμένοι για παν ενδεχόμενο. Έλα, όμως, που πάντοτε συμβαίνει αυτό που δεν είχαμε σκεφτεί!!
Και καλά όταν συμβαίνει κάτι θετικό και μας εκπλήσσει ευχάριστα. Τι γίνεται όταν απογοητευόμαστε;
Μαθημένοι στην ύπαρξη της πιθανότητας της απογοήτευσης, λοιπόν, και βασισμένοι σε αυτό το παράλογο αλλά και λογικό σε ορισμένες περιστάσεις σκεπτικό, φτάνουμε στο σημείο να κατασκευάζουμε όλα αυτά τα σενάρια που λέγαμε νωρίτερα, σχετικά με το πώς θα πάει κάτι που θέλουμε να ξεκινήσουμε με κάποιον άλλο άνθρωπο. Τόσο πολύ φοβόμαστε να μη φάμε τα μούτρα μας, που τρέχουμε να κλείσουμε κάθε πόρτα και παράθυρο έτσι ώστε να μην μπορέσει να μπει στο σπίτι μας ο άνεμος που θα μας ρίξει. Και τελικά, ξέρεις τι μας συμβαίνει; Πεθαίνουμε από ασφυξία.
Με το να προδικάζουμε καταστάσεις, ή μάλλον με το να τις καταδικάζουμε, καταλήγουμε να τις καίμε πριν καν τούς επιτρέψουμε να μάς δείξουν τι αξίζουν. Πείθουμε τον εαυτό μας πως η αρνητική έκβαση είναι η μόνη πιθανή, έτσι ώστε να σκοτώσουμε την οποιαδήποτε ελπίδα ζει και μας ψιθυρίζει το αντίθετο. Έτσι, ακόμα κι αν τσακιστούμε απ’ την κάθε ιστορία που βιώνουμε, τουλάχιστον το περιμένουμε.
Έχουμε αφήσει, όμως, ποτέ τον εαυτό μας να σκεφτεί το αντίθετο; Έχουμε αφήσει ποτέ τον εαυτό μας να ονειρευτεί, να αφεθεί, να φανταστεί και να επενδύσει στη θετική έκβαση των πραγμάτων; Τόσο κακό θα ήταν πια να ζούσαμε με την ελπίδα της επιτυχίας παρά με τον φόβο της αποτυχίας;
Κι αν ενδιαφέρεται για σένα το πρόσωπο που σε ενδιαφέρει; Κι αν τελικά όλα πάνε καλά; Έχεις τολμήσει να το σκεφτείς αυτό το σενάριο; Ή είσαι τόσο φοβισμένος που διαβάζοντας αυτά τα λόγια νιώθεις το φυλλοκάρδι σου να τρέμει; Ναι, μπορεί να έχει αίσιο τέλος η ιστορία σου. Ή μπορεί να μην έχει καν τέλος, αν την αφήσεις να ζήσει για πάντα. Αν αφήσεις τον εαυτό σου να τη ζήσει.
Και για να γίνει αυτό πρέπει να πιστέψεις στην πιθανότητα. Φυσικά, πάντοτε είναι καλό να κρατάς και μια πισινή. Από το ξεκίνημα και καθ’ όλη την πορεία της κάθε δραστηριότητάς σου. Αυτό θα το βαφτίσουμε safety net και θα πούμε πως είναι εκεί για το καλό σου. Γιατί, όσο άνετα κι αν νιώθεις δίπλα στο τζάκι, πρέπει πάντα να θυμάσαι πως αν πλησιάσεις πολύ στη φωτιά θα καείς και θα χαθείς σαν ψέμα.
Η πισινή, όμως, λέγεται έτσι απ’ τον σοφό λαό για κάποιο λόγο. Είναι αυτή που σε κρατάει λίγο πίσω, σαν αλεξίπτωτο, όταν πέφτεις απ’ τον έβδομο ουρανό. Δεν πρέπει να αφήσεις τον εαυτό σου να φτάσει πρώτα στον έβδομο ουρανό, όμως;
Την επόμενη φορά που θα πας να πιαστείς από τις φαύλες και ύπουλες και καχύποπτες σκέψεις σου, λοιπόν, πάρε μια ανάσα και πες στον εαυτό σου «θα δούμε». Ούτε χρειάζεται να του υποσχεθείς μεγαλεία, ούτε πρέπει να τον χαντακώσεις για παν ενδεχόμενο. Υπομονή και πίστη σε εσένα κι όλα θα πάνε όπως πρέπει να πάνε: όλα θα πάνε καλά.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου