Κλείσε για λίγο τα μάτια σου και φαντάσου τη, να στέκεται περήφανη μπροστά σου και να σε κοιτάει με τα ζεστά, καστανά μάτια της. Τα μαλλιά της πιασμένα πίσω, σε μία σφιχτή αλογοουρά, με ξεραμένα φύλα και αίματα να τα διακοσμούν, σαν παράσημα των αγώνων που έχει κερδίσει -ή τουλάχιστον επιβιώσει.
Όχι, δεν έχει κάποιο όνομα. Τη φωνάζουν «αμαζόνα», και είναι ένα παιδί. Έχει κι αυτή όνειρα, φιλοδοξίες, ελπίδες, όπως εσύ κι εγώ. Μα εκείνη απλά ονειρεύεται να τελειώσει ο πόλεμος, φιλοδοξεί να συμβάλλει στο να κερδίσουν οι δικοί της και ελπίζει να μείνει ζωντανή για να τα καταφέρει.
Ποτέ δε φόρεσε γκλίτερ στα μάτια της. Ποτέ της δεν έκλαψε για κάποιο αγόρι. Ποτέ της δε ζήλεψε το κινητό της φίλης της, το αυτοκίνητο του θείου της ή τους βαθμούς του απουσιολόγου. Ποτέ της δεν έζησε σαν έφηβη, ούτε καν σαν παιδί. Η βία και ο πόλεμος ασέλγησαν πάνω στο αγαθό κορμάκι της όταν ήταν ακόμα πολύ μικρή για να διαμαρτυρηθεί. Έπεσαν πάνω της και την έγδυσαν από οικογένειες και φίλους και σπουδές, και της πήραν όλα όσα είχε κάθε δικαίωμα να έχει μεγαλώνοντας, βάζοντας στα χέρια της ένα όπλο και υποχρεώνοντάς τη να σκοτώσει για να μη σκοτωθεί.
Κι ενώ κάθε αξία και ηθική ποδοπατήθηκαν μέσα στο χάος της κτηνωδίας του πολέμου, αυτό το μικρό παιδί μεγάλωσε μέσα στις βόμβες και τις σφαίρες, στους κώδικες και στις προδοσίες. Ποτέ της δεν έμαθε να εμπιστεύεται, πάντα ήταν καχύποπτη, και πάντοτε θα είναι. Τα ζωώδη ένστικτά της δεν καταδυναστεύτηκαν ποτέ, αντιθέτως εξυμνήθηκαν από όλους όσους γνώρισε ποτέ στη ζωή της. Δεν υπήρχε άλλος δρόμος για την επιβίωση και χωρίς την επιβίωση δε θα ελευθερώνονταν ποτέ.
Μα τι φταίει αυτό το παιδί; Και χιλιάδες άλλα ακόμα. Δε φταίνε σε τίποτα να είναι πιόνια των δυνατών, εκείνων που δεν τους καίγεται καρφί αν με μία λέξη τους εκτελούν. Mε ό,τι αυτό συνεπάγεται. Όσο και να αγωνίζονται, παίζουν ένα παιχνίδι που είναι το πεπρωμένο τους να χάσουν, αν δεν αλλάξουν τα συμφέροντα των αληθινών παιχτών. Κι όσο αυτό το κορίτσι φοράει το χακί και παλεύει μ’ όλη του τη δύναμη δίπλα σε άντρες, γέρους και παιδιά, εκείνοι πίνουν το κρασάκι τους, ακούν τον Μπαχ τους και υποδύονται τους ανώτερους, τους εκλεπτυσμένους, τους αξιοθαύμαστους. Δε θα τους έφτυνες στα μούτρα αν τους είχες μπροστά σου, όμως;
Για κοίτα την καλύτερα. Ναι, την αμαζόνα. Εκείνο το μικρό παιδί που πια δεν είναι ούτε γυναίκα, ούτε άντρας, αλλά μία καλά προγραμματισμένη θανατηφόρα μηχανή. Ενώ σου χαμογελάει, μέσα της εξετάζει κάθε στοιχείο σου. Μήπως είσαι κι εσύ εχθρός της;
Μη μου λες ότι δεν έκανες τίποτα, γιατί αυτό είναι χειρότερο απ’ το να κάνεις κάτι και να το μετανιώσεις. Εσύ έμαθες μόνο να σηκώνεις τα χέρια ψηλά και να σκύβεις το κεφάλι, και να πού σε έφτασε αυτή σου η συνήθεια. Τώρα είσαι καλά, ε; Κάθεσαι στον καναπέ σου, με το κινητό στο χέρι σου και απολαμβάνεις τις ανέσεις του διαδικτύου και του σπιτιού σου. Πατάς «λάικ» στα άρθρα εκείνα που λένε για την αμαζόνα μας, χωρίς καν να τα διαβάζεις, σκεπτόμενος από μέσα σου ότι όλα θα πάνε καλά τώρα που ξέρεις ότι υπάρχει εκείνη. Εσένα ποιος θα σε σώσει, όμως; «Κι εμείς τα καταφέραμε ενάντια στους Τούρκους», σκέφτεσαι, «δε θα τα καταφέρουν οι Κούρδοι;». Πόσο ανόητος είσαι, Θεέ μου!
Μη σκύβεις το κεφάλι! Όχι τώρα, κοίτα την! Πρέπει να την κοιτάξεις, έστω και νοητά, γιατί δεν της μένει πολύς χρόνος, ακόμα κι αν το εύχεται. Νομίζεις είναι δύσκολο να χάσει κάποιος τη ζωή του; Ή μήπως θα τον λυπηθεί ο Θεός για τις αγνές προθέσεις και τον ηρωισμό του; Δεν παίρνει τίποτα παραπάνω από ένα δευτερόλεπτο για να χαθεί μία ψυχή, και, εν αγνοία σου, αυτή τη στιγμή, χάνονται χιλιάδες. Όχι μόνο τώρα, εδώ και χρόνια ολόκληρα. Οι άνθρωποι δε μετράνε για τους ανθρώπους. Η ανθρωπιά δε χάθηκε ποτέ, γιατί ποτέ δε βρέθηκε αληθινά.
Νομίζεις είναι τυχαίο που την αποκαλούν έτσι; «Αμαζόνα». Πόσο παλιά είναι αυτή η λέξη; Πόσες γενιές ανθρώπων έχει συνοδεύσει;
Να ξέρεις, δεν την ξεχωρίζουν οι άθλιες συνθήκες στις οποίες ζει από σένα. Την ξεχωρίζει η υστεροφημία που θα αποκτήσει, όταν θα πεθάνει πάνω στη μάχη. Γιατί αυτή η κοπέλα έχει πάψει να αγωνίζεται για την επιβίωση κι ας φαίνεται έτσι στα μάτια του κόσμου. Αυτή η κοπέλα δεν αγωνίζεται για τον εαυτό της, αλλά για ένα ιδανικό πολύ πιο σπουδαίο από αυτό: για τον ίδιο της το λαό. Κι όταν πεθάνει πια κι αυτή και άλλοι τόσοι και μάθεις από το αγαπητό σου ίντερνετ πως ο πόλεμος τελείωσε, με οποιοδήποτε αποτέλεσμα στον πίνακα των σκορ, να θυμάσαι πως στην πραγματικότητα δεν ήταν μια απλή αμαζόνα, αλλά ο αιώνιος, Σύριος Κεμάλ.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου