Πόσο τρομακτικό που στις μέρες μας η σημασία έχει εξισωθεί τόσο απόλυτα με την τρυφερότητα, με το νοιάξιμο, με τη φροντίδα, με το ενδιαφέρον; Ο πλανήτης μας μοιάζει να είναι ολότελα πνιγμένος από τα δισεκατομμύρια διαφορετικά πλάσματα του είδους μας που κυκλοφορούν ψάχνοντας πάνω κάτω τα ίδια πράγματα, όσον αφορά τις προσωπικές τους ζωές και παρ’ ολ’ αυτά έχουμε κατορθώσει να έχουμε άπειρους singles, άλλους τόσους σε σχέσεις μη υγιείς, σε μονόπλευρους έρωτες, σε καταστάσεις αδιέξοδες, πολλές φορές κουραστικές, άλλες διδακτικές κι άλλες αχρείαστες.
Βλέπεις, όσα βιβλία διαβάσουμε περί έρωτα, όση μουσική και κινηματογράφο κι αν παρακολουθήσουμε για να μάθουμε τι στ’ αλήθεια συμβαίνει, δε θα μπορέσουμε ποτέ να φτάσουμε στο πραγματικό μυστικό. Μη με κοιτάς, δεν ξέρω να στο πω, μόνος σου θα το ανακαλύψεις. Εγώ μπορώ μονάχα να σου πω το πώς: δια της εις άτοπον απαγωγής.
Θα δεις έργα πολλά, να ξέρεις. Και στη μεγάλη οθόνη και στη μικρή και στη δική σου τη ζωή και στη ζωή των γύρω σου. Θα τα δεις ξανά και ξανά σε λούπες με διαφορετικούς ή ίδιους πρωταγωνιστές, θα δεις κλάματα και ζήλιες και ξεσπάσματα και ωραίες στιγμές και ψέματα και γέλια και απ’ όλα. Και θα τα δεις τόσο πολύ που θα εντυπωθούν στο μυαλό σου και εσύ θα μπορέσεις, όσο πιο συνειδητά μπορείς, να επιλέξεις ποια σου κάνουν και ποια όχι, ποια θα αναζητάς στο πλήθος και ποια θα εγκαταλείπεις στον κάδο απορριμμάτων ως «απαγορευτικά».
Κι έτσι, σιγά σιγά, με υπομονή κι επιμονή θα συγκεντρώσεις όλες τις απαραίτητες πληροφορίες που χρειάζεσαι για να αρχίσεις να εξερευνάς τον κόσμο, ψάχνοντας εκείνον τον έναν άνθρωπο που θα πληροί όλες σου τις προϋποθέσεις.
Θες, όμως, να σου πω ένα μυστικό; Δεν υπάρχει μονάχα ένας που της πληροί όλες. Θα γνωρίσεις πολλά σώματα και μυαλά που θα ταιριάζουν στα ρούχα και το όραμα που σκοπεύεις να επιδείξεις στην πασαρέλα σου, μα λίγα θα είναι αυτά που θα χρειαστεί στο τέλος να επιλέξεις για να κρατήσεις. Μπορείς να τα αλλάξεις, να τα συνδυάσεις, να έχεις ένα ή πολλά ταυτόχρονα στη σκηνή της ζωής σου, μα η πραγματικότητα θα είναι πως όλα τους θα έχουν κάποια βασικά κοινά χαρακτηριστικά κι εσύ θα πρέπει να βρεις άλλους τρόπους να ξεχωρίζεις ποια πραγματικά σου ταιριάζουν και ποια όχι.
Κι εκεί μπαίνει η σημασία του να μάθουμε να ξεχωρίζουμε την απλή συμπάθεια με το κάτι παραπάνω. Δεν εννοώ το αν ο άλλος μπορεί να μας βλέπει φιλικά, φαντάζομαι πως μέχρι τώρα μπορείς να το διαχωρίσεις -στις περισσότερες περιπτώσεις τουλάχιστον, ενώ στις υπόλοιπες τις αδιαχώρητες να το ακυρώνεις ως παιδιάστικο αίνιγμα. Εννοώ το πώς κάποιος μπορεί να μας δίνει το ένα τοις εκατό του κι εμείς -από την ανάγκη μας, ψυχική, σωματική ή πνευματική- να το βλέπουμε ως ενενήντα, απορρίπτοντας, έτσι, τον επόμενο που μπορεί να μας έδινε ατόφιο το ενενηντάρι χωρίς δεύτερη σκέψη.
Και πού καταλήγουμε με όλο αυτό; Στην απογοήτευση. Στο «πίστευα πως ένιωθε όπως κι εγώ», στο «πίστευα πως ήταν ο άνθρωπός μου». Ναι, το πιστεύουμε, αλλά κρίνοντας μονάχα από την εικόνα που έχουμε πλάσει εμείς στο κεφάλι μας για τις δυνατότητες του ατόμου που έχουμε απέναντί μας, όχι για αυτά καθ’ αυτά τα πραγματικά προσόντα του.
Κι αυτό το λάθος το κάνουμε ξανά και ξανά γιατί δε δεχόμαστε πως το έχουμε ανάγκη. Έχουμε ανάγκη να τραφούμε με μικρά ψαράκια, πείθοντας τον εαυτό μας πως είναι τα μεγαλύτερα που μπορούμε να βρούμε στη θάλασσα, φοβούμενοι πως αν πάμε για τα πολλά θα χάσουμε και τα λίγα. Τέτοιου είδους εκφράσεις, όμως, είναι άκρως ηττοπαθείς και καθόλου υγιείς. Κι αν ψάξουμε καλά, με τα εφόδια που έχουμε, και βρούμε τον βυθό ολόκληρο; Τι θα σκεφτούμε για τον εαυτό μας που ήθελε να μείνει στο comfort zone του;
Κυνήγα, λοιπόν, το πραγματικό το ενδιαφέρον, το ρομαντικό. Αναζήτα την τρυφερότητα που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν είσαι κουτάβι ή άνθρωπος. Αναζήτα τη φροντίδα και το νοιάξιμο που θα έδινες εσύ στο πιο αγαπημένο πλάσμα σου στον κόσμο, τίποτα λιγότερο. Τόλμα να κυνηγήσεις το μεγάλο ψάρι -όχι απλώς επειδή μπορείς, αλλά επειδή είναι θρεπτικότερο.
Θέλουμε και τη δική σου άποψη!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου