Γέλια μικρών κοριτσιών αντηχούν στην κατάμεστη από ανθούς και ζωηρά χρώματα αυλή. Ο ήλιος που καίει δυνατά πάνω απ’ τα παιδικά κεφαλάκια τους δεν τις πτοεί. Τα αποθέματα ενέργειας τεράστια, η χαρά κι η ξεγνοιασιά αστείρευτες. Ξαφνικά, η λίστα παιχνιδιών την οποία τηρούν με ευλάβεια καθημερινά μοιάζει να ‘χει χάσει το πρότερο ενδιαφέρον και σουφρωμένα κοριτσίστικα μουτράκια γύρω από έναν κύκλο έχουν μαζευτεί. Απορημένα κοιτάνε το ένα το άλλο με την προσμονή κάποια να δώσει τη λύση στο αδιέξοδο που προέκυψε.
Η λύση ευτυχώς δεν άργησε να φανεί. Το πιο συνεσταλμένο απ’ τα κοριτσάκια αποφάσισε να μοιραστεί το δικό της αγαπημένο παιχνίδι, που κρυφά κρατούσε μόνο για ‘κείνη. Αποκάλυψε στην κοριτσοπαρέα με τι καταπιανόταν τα μεσημέρια που οι γονείς της έλειπαν κι η γιαγιά της την ετοίμαζε για τον μεσημεριανό της υπνάκο. Αφού κατάφερνε να τους ξεγελάσει πως είχε όντως αποκοιμηθεί, ξετρύπωνε απ’ το δικό της υπνοδωμάτιο σε ‘κείνο των γονιών της.
Περπατώντας στα δάχτυλα των ποδιών της με την ακοή της πέρα για πέρα οξυμένη για τυχόν παρεμβολές, αισθανόταν λες κι ήταν ο πιο επίδοξος ληστής και κυνηγούσε να βρει τον θησαυρό της. Έκανε την εμφάνισή της στην κρεβατοκάμαρα των δικών της και με γοργά βήματα έφτασε μπροστά απ’ τον θησαυρό της. Η ντουλάπα της μαμάς. Ο δικός της μικρός παράδεισος. Άνοιγε και ξεπρόβαλλαν μπροστά της τα νέα της παιχνίδια για την ώρα. Τα ρούχα της μαμάς.
Επέλεγε στο άψε σβήσε ένα απ’ τα φορέματά της, το φλοράλ με τα χρυσαφί κεντήματα μπροστά. Η μαμά της το είχε υποσχεθεί πως κάποια μέρα θα γίνει δικό της και δεν αθετούσε ποτέ τις υποσχέσεις που έδινε στην κόρη της. Το φόρεμα συμπλήρωσε με ένα ζευγάρι γόβες, ταιριαστές του ενδύματος. Ύστερα, έψαχνε για μακριά κολιέ ή κανένα καπέλο που θα συμπλήρωναν την εμφάνισή της και στηνόταν μπροστά στον καθρέπτη, παριστάνοντας τη μεγάλη, εξάλλου όταν μεγάλωνε θα γινόταν σαν τη μαμά.
Αυτό είναι το μυστικό παιχνίδι που μοιράστηκε με τις φίλες της εκείνο το ηλιόλουστο καλοκαιρινό πρωινό. Τους έμαθε πώς να παίζουν τους μεγάλους. Τα κοριτσάκια ενθουσιασμένα με την ανακάλυψη του νέου παιχνιδιού κίνησαν όλα σπίτια τους να ανακατέψουνε τις ντουλάπες των μαμάδων κι ύστερα όρισαν ομαδική συνάντηση στο ίδιο σημείο λίγο αργότερα.
Πράγματι, όχι πολλή ώρα μετά ξεπρόβαλλαν όλες με τα ευρήματά τους, χαρούμενες και πανέτοιμες για δράση. Ήταν κάπως κωμική εικόνα∙ σώματα μικρά να προσπαθούν να βρουν ισορροπία σε παπούτσια ψηλά που χωρούσαν ακόμη ένα ζευγάρι απ’ τα μικρά τους ποδαράκια. Σκουντουφλούσαν κι έπεφταν, αλλά συνέχιζαν. Φούστες και φορέματα κυμάτιζαν σαν μια θάλασσα χρωμάτων. Τώρα έπιναν από φανταστικά σερβίτσια τσαγιού, γιατί γι’ αυτό το αηδιαστικό ρόφημα που κατανάλωναν με τόση αρέσκεια οι μεγάλοι –τον καφέ– ούτε λόγος.
Το νέο παιχνίδι τους τελειωμό δεν είχε, τόσο που τις είχε συναρπάσει. Ανεβαίνοντας στα ψηλά τακούνια της μαμάς, ο κόσμος φαινόταν διαφορετικός από αυτόν που κρυφάκουγαν τους μεγάλους να συζητάνε∙ πιο αθώος, όμορφος κι ίσως και λίγο παραμυθένιος. Αυτό είχαν ανάγκη, να κρυφτούν για όσο μπορούσαν απ’ την έλευση της ενηλικίωσης που, αν και τους φόβιζε, συνάμα είχαν μια κρυφή ανυπομονησία να δουν πώς είναι.
Το κοριτσάκι που είχε προτείνει το παιχνίδι ανέπνεε με περίσσια ευτυχία το άρωμα της μαμάς της μέσα απ’ το λουλουδάτο φόρεμά της. Ήταν λες κι εκείνη ήταν τώρα δίπλα της, θαρρείς και μπορούσε να νιώσει την αγκαλιά της.
Μεγαλώνοντας, συνειδητοποίησε πως αυτό ήταν ένα απ’ τα πολλά που την έδεναν με τη μητέρα της. Μόλις δυο δεκαετίες αργότερα το φόρεμα που φορούσε με περηφάνια εκείνη την ημέρα χαρακτηριζόταν διαχρονικό, vintage κομμάτι στο παρόν. Η υπόσχεση εννοείται πως τηρήθηκε∙ το φόρεμα έγινε δικό της, όπως κι άλλα αποκτήματα της μαμάς της. Όταν τα φορούσε, την ένιωθε παρούσα σώμα και ψυχή. Για εκείνη δεν ήτανε ποτέ μόνο παιχνίδι, ήταν η μεγαλύτερη εκδήλωση λατρείας προς τη δική της προσωπική ηρωίδα: τη μαμά της.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη