Μυστήρια πλάσματα που είμαστε εμείς οι άνθρωποι, τελικά. Ρίχνουμε την αυλαία, όμως γυρνάμε πού και πού να κρυφοκοιτάξουμε στο παρελθόν, να αναβιώσουμε όλα τα συναισθήματα, όλα τα χρώματα και τις γεύσεις, μα για ένα η ψυχή θα ‘χει πάντα μεγαλύτερη λαχτάρα. Ερωτευόμαστε, και δεν ερωτευόμαστε μόνο μάτια και χαμόγελα αλλά και τα ιδιαίτερα γνωρίσματα του άλλου, αυτά που τον κάνουν μοναδικό και τόσο απαραίτητο στη ζωή μας.

Ελκυόμαστε και δεν αρκούμαστε στο περιτύλιγμα, θέλουμε και να ανακαλύψουμε το μέσα. Και το μέσα ή που θα ‘ναι αμβροσία για τον ουρανίσκο μας ή που θα μένουμε εμβρόντητοι απ’ τη στυφή του γεύση. Ανώτερες δυνάμεις λέμε πως συνωμοτούν κι οτιδήποτε κι αν είναι αυτό που θα κρύβεται μέσα στο περιτύλιγμα, το δένουμε με την ύπαρξή μας, το κάνουμε δικό μας και το προσέχουμε πολύ, μην τύχει και σπάσει ή –χειρότερα– μη φύγει μακριά μας.

Ερωτευόμαστε ολόκληρο τον άλλο απέναντί μας, με τα ψεγάδια, τα νεύρα, τις γκρίνιες και τις όποιες ατέλειες τον συνοδεύουν. Μπαίνουμε σε μια σχέση και δεν μπαίνουμε μισοί αλλά ολόκληροι. Δεν περιμένουμε από κανέναν να γίνει το μισό μας και να μας συμπληρώσει, αλλά συνυπάρχουμε υπό την αρμονία της διαφορετικότητας που μας διαπνέει. Τίποτα, όμως, δεν κρατά για πάντα, είπε ένας σοφός κάπου, κάποτε.

Και ναι, αυτή είναι μια πραγματικότητα που πεισματικά αρνείσαι να αποδεχθείς, κι όσο κι αν το θες, δεν μπορείς να κρύβεσαι πίσω απ’ το δάχτυλό σου ρίχνοντάς τα όλα στο ανεξήγητο συναίσθημα. Ήταν επιλογή, δική σου, συνειδητή και κανενός άλλου. Όσο άδοξα κι αν έληξε, όποιο κι αν είναι το μερίδιο ευθύνης που έφερε ο άλλος, το να κατηγορείς τη θολωμένη απ’ την καψούρα κρίση σου, δεν είναι ποτέ η λύση για να επαναφέρεις σε τάξη τις ταραγμένες ισορροπίες σου. Κι ας σου μοιάζει τόσο σωστό κι απόλυτα φυσικό να αφεθείς στον εγωισμό σου, να τον αφήσεις να σε κατακλύσει σαν ορμητικός χείμαρρος που θα ξεπλύνει απογοητεύσεις και κάθε αποτύπωμα που σου άφησε εκείνος που πλέον είναι απών απ’ τη ζωή σου.

Δηλώνεις στους φίλους και στους παρέες, απηυδισμένος με τον εαυτό σου, ότι τυφλώθηκες απ’ τον έρωτα, τόσο που δε συνειδητοποιούσες πού έμπλεκες ή μάλλον με ποιον. Αρχίζεις κι απαριθμείς τα ελαττώματα που άλλοτε διαβεβαίωνες πως αποδεχόσουν κι ενίοτε ίσως και να τα θεωρούσες χαριτωμένα. Συνεχίζεις το παραλήρημα, αυτή τη φορά δήθεν ανακουφισμένος που γλύτωσες από το μαρτύριο. Έναν κύκλο υποτίμησης ανοίγεις ξανά και ξανά αγνοώντας την παγίδα∙ εσύ και μόνο εσύ βρίσκεσαι εκεί μέσα, εγκλωβισμένος. Το ότι αρνείσαι το τέλος μιας ιστορίας, δεν το διαγράφει, απλά το κάνεις να ηχεί ακόμη πιο εκκωφαντικό.

Αποδέξου το, και μαζί με αυτό αποδέξου πως ό,τι έζησες με τον άνθρωπο που το έζησες έγινε για κάποιον λόγο κι είχε κάποιον σκοπό. Τίποτα δε γίνεται αναίτια. Κάτι τελειώνει για να ξεκινήσει κάτι νέο. Μη φορτώνεις τον εαυτό σου για να ξεφορτώσεις την καρδιά από το βάρος που νιώθει. Δεν υπάρχει το «Δεν έχω ιδέα πώς έμπλεξα έτσι, τι του/της βρήκα!» κι όλα τα συναφή που όλοι κι όλες μας έχουμε μπει στον πειρασμό να ξεστομίσουμε. Σε κάποια στιγμή κλήθηκες να επιλέξεις, ήσουν ευτυχισμένος και γεμάτος απ’ το συναίσθημα που τώρα κατηγορείς για τις πληγές σου και βαθιά μέσα σου το ξέρεις πολύ καλά πως δεν είναι φταίχτης αυτό που ένιωσες.

Είναι ανθρώπινο να χωρίζουν οι δρόμοι δύο ανθρώπων, γιατί δε φτιαχτήκαμε σαν καλοκουρδισμένες μηχανές, προγραμματισμένες να αγαπάνε η μία την άλλη επ’ αόριστον, θέλοντας πάντα τα ίδια. Προχωρά η ζωή και μαζί της κι εμείς.  Εσύ σκοπεύεις να κάτσεις καιρό ακόμη κολλημένος σε ιστορίες τελειωμένες, να ψάχνεις υπαίτιο για το γυαλί που ράγισε;

 

Συντάκτης: Έμμα Σέικο
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη