Όλοι στην πορεία της ζωής μας επιθυμήσαμε κάτι έντονα. Βιώσαμε την άλλοτε γλυκιά κι άλλοτε βασανιστικά οδυνηρή αναμονή, όσο περιμέναμε να συμβεί κάτι. Είτε ευχάριστο είτε δυσάρεστο, δεν έχει σημασία. Ελπίσαμε σε κάποιο πρόσωπο, προσδοκώντας να ανταποκριθεί στην εικόνα που πλάσαμε γι’ αυτό. Ελπίσαμε σε ένα όνειρο, προσδοκώντας την πραγματοποίησή του και τρομοκρατηθήκαμε στη σκέψη του χειρότερου φόβου μας να γεννιέται απ’ τα άδυτα του μυαλού μας.

Λοιπόν, οι προσδοκίες δεν είναι κι ό,τι πιο εύκολο σε αυτή τη ζωή, μάλλον. Η αφετηρία είναι πάντοτε μία. Όλα ξεκινάνε αναπόφευκτα τη στιγμή που παίρνουμε ως δεδομένο πως θα λάβουμε κι εμείς ό,τι δώσαμε σε αυτούς που κρατάμε κοντά μας, σε αυτούς που αγαπάμε. Μα όχι, δε μιλώ για κάποιου είδους αλισβερίσι ή για ένα πάρε-δώσε συναισθημάτων. «Πόσα γραμμάρια αγάπης είναι αυτά που μου έδωσες μόλις; Α, μισό να τα ζυγίσουμε, θα ανοίξω την καρδιά μου και θα κοιτάξω αν έμεινε κάτι να δώσω πίσω.»

Πρόκειται για κάτι εντελώς διαφορετικό. Βλέπεις, μάλλον θα είναι γραμμένο στο DNA μας, στο ποιοι είμαστε, στη φύση μας, τέλος πάντων, το να αγαπάμε με όλη τη δύναμη της ψυχής μας. Το να αγαπάς σημαίνει και να προσφέρεις στον άλλον, να τον κάνεις ευτυχισμένο, αλλά και να εναποθέτεις την εμπιστοσύνη σου στα χέρια του, σαν μια εύθραυστη πορσελάνη προς φύλαξη.

Αφού, λοιπόν, έχεις κάνει όλα τα παραπάνω, κάπου βαθιά μέσα στο μυαλουδάκι σου –πες στο υποσυνείδητό σου– γεννιούνται κι οι πρώτες προσδοκίες, μετά από καιρό που τις κυοφορούσες, είδαν κι αποείδαν κι αυτές, κι έκαναν το ντου. Ωιμέ, τότε είναι που ξεκινά κι η αντίστροφη μέτρηση. Η αμοιβαιότητα δεν αποτελεί κάποιου είδους συμβόλαιο με όρους αυστηρά υπαγορευμένους. Το γεγονός ότι ένιωσες κάτι ξεχωριστό κι ιδιαίτερο για κάποιον ή ότι συμπεριφέρθηκες σωστά κι έντιμα, δε συνεπάγεται πως θα λάβεις πίσω όσα προσέφερες ή αισθάνθηκες.

Φαντάζεσαι πως κρατάς στα χέρια σου ένα μπούμερανγκ και το πετάς με όλη σου τη δύναμη. Περιμένεις με το χαμόγελο στα χείλη να διανύσει την πορεία που καθόρισες εσύ ο ίδιος κι να γυρίσει κάποια στιγμή ακριβώς όπως το έστειλες εσύ. Μα εκείνο επιστρέφει και δεν είναι ίδιο, ίσως να λείπουν κομμάτια του. Το χαμόγελο τώρα έγινε μειδίαμα και το μειδίαμα ένα άδειο βλέμμα.

Κοιτάς στα χέρια σου ό,τι σου επιστράφηκε. Αντικρίζεις αυτό που πέταξες μακριά να κάνει τον κύκλο του και να γυρίζει σε εσένα, μόνο που δεν είναι ούτε κατά διάνοια αυτό το οποίο ήλπιζες ενδόμυχα να λάβεις. Δεν έχει να κάνει με το ποιον έχεις απέναντί σου ή με το τι αντιμετωπίζεις. Τίποτα δεν είναι βέβαιο, όσον αφορά τις ανθρώπινες σχέσεις.

Το πρόβλημα είναι πως συχνά αφήνουμε τις προσδοκίες μας να μας μεθάνε κι αυτή η γλυκιά στην αρχή μέθη μάς ζαλίζει. Έπειτα καλύπτουμε μάτια και κλείνουμε αφτιά. Τόσο βέβαιοι πως όχι μόνο δε θα πληγωθούμε, αλλά θα μας δοθεί η ευκαιρία να βιώσουμε έστω λίγη απ’ την αγάπη και την αφοσίωση που προσφέραμε τόσο απλόχερα.

Ίσως είμαστε εγωιστές που θεωρούμε δεδομένη κι αυτονόητη την εκπλήρωση των όσων προσδοκούμε. Μπορεί, όμως, να ‘μαστε αθεράπευτα ρομαντικοί, ιδεολόγοι και καθόλου ρασιοναλιστές. Δοτικοί δίχως όριο, συνήθως αυτή η ομάδα ανθρώπων είναι κι αυτή που υποφέρει περισσότερο, όταν –σαν πύργος από τραπουλόχαρτα– διαλύονται οι προσδοκίες της.

Ας ψάξουμε κι εμείς με τη σειρά μας καλύτερα μέσα μας την επόμενη φορά που θα αποφασίσουμε να αφεθούμε. Ωστόσο, απορώ: Πλανεύτρες προσδοκίες θα μας αφήσετε να ησυχάσουμε ποτέ;

 

Συντάκτης: Έμμα Σέικο
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη