Ένα μούδιασμα είχε εξαπλωθεί σε όλο μου το κορμί και όλα μέσα μου ένας κόμπος. Σε μια σύγχυση να αδυνατώ να εξηγήσω, να ορίσω με κάποιον τρόπο αυτό το περίεργο συναίσθημα που φώλιαζε μέσα μου. Τόσο οικείο αλλά και τόσο ακατανόητο ταυτόγχρονα. Είσαι δίπλα μου, παρουσία με υπόσταση, με σάρκα και οστά κι όμως αυτή η αίσθηση πως είσαι μακριά μου στην πραγματικότητα δε με εγκαταλείπει. Σαν τον καπνό από τα τσιγάρα σου ‘ξες, τη μία είσαι εκεί την άλλη όχι. Εμφανίζεσαι και χάνεσαι σε κλάσματα δευτερολέπτων αρκετά για να σε δω μόνο για λίγο.
Το αποκαλώ σχεδόν κοντά μου, σχεδόν στο πλευρό μου, σχεδόν μαζί και απαυδώ με τον εαυτό μου. Αυτή η λεπτή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο πόσο σε θέλω και στον εαυτό μου που τον είχα διδάξει να μη συμβιβάζεται, να παίρνει ό,τι του αξίζει σε κάθε περίπτωση απλά δεν υπάρχει πια. Μέσα μου να σιγοκαίει μια φλόγα και να με τρώει αθόρυβα και εγώ να σου χαμογελώ να σε έχω στην αγκαλιά μου και εσύ να μην ακούς και να μη βλέπεις τη φλόγα μέσα μου που φουντώνει όλο και πιο πολύ όσο περνά ο καιρός, όσο σε γνωρίζω καλύτερα και η παρουσία σου εδραιώνεται στη ζωή μου, άγνωστο το για πόσο θα παραμείνει.
Όλη αυτή η αβεβαιότητα κάθε φορά που φεύγεις, αυτό το σφίξιμο στην καρδιά όποτε κλείνει η πόρτα πίσω σου, κάθε φορά που σε βλέπω λες και θα ‘ναι η τελευταία. Ύστερα επιστρέφεις, πάντα γυρνάς, σε εμένα γυρνάς. Η αβεβαιότητα φεύγει όσο γρήγορα έρχεται και το σφίξιμο αποτελεί παρελθόν και στη θέση όλων αυτών εσύ να στέκεσαι απέναντι μου, με αυτό το χαμόγελο σου να αναρωτιέσαι για το συνοφρυωμένο μου βλέμμα. Κοιτώ το βαθύ μπλε των ματιών σου και τα σύννεφα από τα δικά μου μάτια χάνονται, οι ουρανοί ανοίγουν. Αυτές οι στιγμές μαζί σου, τις φυλώ πολύτιμα, είναι το μόνο που θα απομείνει στο τέλος.
Έπαψα να αναλογίζομαι τον λόγο που απομακρύνομαι όλο και πιο πολύ από τη λογική μου που επιτάσσει να κόψω ότι με δένει μαζί σου όταν συνειδητοποίησα κάτι. Είμαι ζωντανή πιο πολύ από ποτέ όταν βρίσκομαι μαζί σου, όχι λόγω της επιθυμίας μου για σένα αλλά επειδή κοίταξες βαθιά μέσα μου και αντίκρισες τους φόβους μου. Μου κράτησες το χέρι σφιχτά και βγήκαμε μαζί έξω. Μου φώναξες να ανοίξω τα μάτια μου, δε σε καταλάβαινα στην αρχή. Η φωνή σου δυνάμωσε κι άλλο. Άνοιξε τα μάτια σου αντίκρισε κατάματα τους φόβους σου μου είπες, πλέον είχες αφήσει το χέρι μου και με ώθησες μπροστά να τολμήσω να αντιμετωπίσω ό,τι με κράταγε πίσω, ό,τι μου έφερνε τρόμο και με εμπόδιζε να ανοίξω τα φτερά μου. Όταν ξανά κοίταξα τίποτα δεν ήταν το ίδιο. Αδρεναλίνη κυλούσε στις φλέβες μου και γοργά εξαπλωνόταν σε κάθε σπιθαμή του κορμιού μου, το ίδιο ρίγος που μου έφερνε το άγγιγμα σου.
Κάνω πίσω οπότε καλούμαι να πάρω μια απόφαση. Δεν ξέρω τι είμαστε, δε δύναμαι καν να το ορίσω αν και είναι πασιφανές. Σε έχω και ταυτόχρονα δε σε έχω. Απείκασμα της βαθιάς μου επιθυμίας να σε έχω ολοκληρωτικά δικό μου είσαι -ναι αυτό ακριβώς. Είσαι εκεί και ταυτόχρονα λες και λείπεις. Νιώθω πως αν σε αγγίξω θα γίνεις σκόνη και θα χαθείς. Πώς μπορώ όμως να βάλω μια τελεία ενώ σε αποζητώ με όλο μου το είναι και αυτό το σχεδόν μαζί, αντί να με καταρρακώνει με κάνει να σε θέλω πιο πολύ, να σε διεκδικώ ωσότου μειωθούν οι αποστάσεις, το κοντέρ φτάσει μηδέν και να υπάρχει μόνο το μαζί.
Επιμέλεια κειμένου: Μάιρα Τσιρίγκα