Για τύπους εν ονόματι «φανφάρες» ακούς σε συζητήσεις στην παρέα και κάνεις το σταυρό σου από μέσα σου. Μακριά από εμάς, μη μας τύχει και τα παρελκόμενα. Λοιπόν, το μη μας τύχει έτυχε και μάλιστα κάθεται απέναντί σου, φαρδύ-πλατύ, απλωμένο σαν χταπόδι με ύφος χιλίων καρδιναλίων κι εσύ είσαι σε αναζήτηση άλλοτε επιβίωσης κι άλλοτε εξόντωσης, αναλόγως την περίπτωση. Φανφάρες, όρος που μας έχει μείνει από τους παλιούς ακόμη και συνοψίζει όλους τους πολυλογάδες που δε χάνουν ευκαιρία να κάνουν επίδειξη του ποσό ικανοί χρήστες της γλώσσας και δεινοί ρήτορες είναι.
Όποια δύσκολη και ασυνήθιστη προς χρήση λέξη υπάρχει να είσαι απόλυτα βέβαιος ότι θα βρουν τρόπο να την εντάξουν στη συζήτηση, σερβίροντάς το τόσο πειστικά, που αρχίζεις και αναρωτιέσαι μήπως έχεις κατέβει από τον Άρη κι άλλαξε η διάλεκτος στη Γη. Όχι, όχι, μη μου ανησυχείς απλώς το «μια κατηγορία μόνος του αυτός ο άνθρωπος» αποκτά σάρκα και οστά.
Ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια. Είτε γένους αρσενικού, είτε θηλυκού. Μπορεί να’ ναι το παιδί από τη σχολή που κάθεται πρώτο τραπέζι πίστα, συνάδελφος από τη δουλειά, φίλος φίλου, το γκομενάκι φίλου, μέχρι και το δικό σου ακόμη.
Ανέμελα κι ωραία μπορεί να κάθεστε κάπου, πίνετε τον καφέ σας, το μάτι να μην έχει ανοίξει ακόμη καλά-καλά ή να βρίσκεστε χαλαρά για ποτάκι. Ανταλλάσετε βλέμματα απελπισίας ο ένας με τον άλλον κι εύχεστε να μην έχει αντιληφθεί την παρουσία σας στο χώρο. Μάταια, κατευθύνεται με βήμα ταχύ προς το μέρος σας. Θα έπαιρνες όρκο πως διακρίνεις ένα μειδίαμα σατανικού γέλιου στα χείλη του. Λες κι έχει πλήρη αντίληψη της πλεονεκτικής του θέσης· με άλλα λόγια να βασανίσει τα αυτιά σας και να παίξει με το νευρικό σας σύστημα.
Αρχίζει και μιλάει. Στην αρχή όλα φαίνονται φυσιολογικά. Ώσπου ξεκινάει και στολίζει τις προτάσεις με επιρρήματα. Αναβλύζουν από το στόμα του, σαφώς, επαρκώς, μάταια και βιαίως, πλέον είναι παντού, εξαπλώνονται γύρω σας κι εσείς ψάχνετε κάτι να του το βουλώσετε, ευγενικά πάντα. Αισθάνεστε τον εγκέφαλό σας να μουδιάζει. Δε δείχνει ίχνος λύπησης προς το πρόσωπό σας, χτυπάει ανελέητα με ό,τι έχει στο γνωστικό του οπλοστάσιο. To χειρότερο είναι ότι το άτομο αυτό εκείνη τη στιγμή νιώθει ότι δίνει το σόου της ζωής του. Ρήματα, επιθετικοί προσδιορισμοί, ουσιαστικά και φράσεις όλα ενώνονται χωρίς να βγάζουν πάντοτε νόημα. Μια θολούρα αρχίζει και σας τυλίγει. Συμπληρώνει με στόμφο κάτι στην πρότασή του και συνεχίζει το μονόλογο.
Αχ, ο μονόλογος, ένα ακόμη χαρακτηριστικό της φανφάρας. Αρέσκονται στο να έχουν τον προβολέα στραμμένο πάνω τους ενώ στην πραγματικότητα αυτό που πετυχαίνουν είναι μάλλον να σε βάλουν σε χειμερία νάρκη, από το αδιέξοδο της απελπισίας.
Το ύφος της ομιλίας να γίνεται όλο και πιο έντονο με τις κινήσεις του σώματος να ακολουθούν το ίδιο μοτίβο. Τους κοιτάς σε κάποια στιγμή κι αναρωτιέσαι αν παίρνουν και καμιά αναπνοή με όλο αυτόν τον πλούσιο και φορτωμένο με στολίδια λόγο. Ακούραστοι αυτοί συνεχίζουν το έργο τους και εσείς να λυσσάτε. Το καλύτερο που έχετε να κάνετε κατά την ταπεινή άποψή μου είναι να καθίσετε και να απολαύσετε το show. Μετατρέψτε τη πολυλογία και την ερμηνεία αυτή την οσκαρική θα λέγαμε, ως ευκαιρία για ατελείωτο γέλιο και μιμήσεις περιστατικών τους, στην παρέα. Όχι δεν είναι κοροϊδία αυτό, είναι κοινωνικός σχολιασμός και μάλιστα απαραίτητος μετά το τραυματικό δεκάλεπτο που περάσατε- αν είναι δεκάλεπτο. Πάρτε το και λίγο στη πλάκα να ησυχάσει και το δικό μας κεφάλι και το δικό σας. Γιατί αυτό το τυπάκι σας το λέω, δεν έχει σωτηρία.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου