Και να που βρισκόμαστε στην καρδιά του φθινοπώρου. Ο καιρός αρχίζει και ψυχραίνει. Ειδικά σαν πέσει ο ήλιος, ε; Τη θες τη ζακετούλα σου. Αν λοιπόν δεν έχεις ήδη βγάλει τα χειμωνιάτικα ρούχα σου για να τοποθετήσεις στο πίσω μέρος της ντουλάπας σου τα καλοκαιρινά, το βάζεις στο πρόγραμμα. Βρίσκεις μια ώρα και ξεκινάς. Μάλλον ανέμελα. Όσο κι αν ήδη νοσταλγείς το καλοκαίρι, σου έλειψε κάπου κι εκείνη η αίσθηση του φούτερ στο σώμα σου. Απλώνεις τα ρούχα σου στο κρεβάτι και τα διπλώνεις προσεκτικά. Χωρισμένα. Μπλουζάκια από εδώ, παντελόνια από εκεί. Σιγοτραγουδάς κι ένα τραγουδάκι έτσι, επειδή γουστάρεις που ασχολείσαι.
Τότε είναι που το μάτι σου πέφτει στο τελευταίο συρτάρι της ντουλάπας. Ξέρεις, εκείνο το συρτάρι που δεν ανοίγει σχεδόν ποτέ. Εκείνο το συρτάρι που τοποθετείς τα ρούχα που δεν πρόκειται να ξαναφορέσεις, αλλά για κάποιο λόγο δεν τα πετάς. Το πουκάμισο που θέλει το κολλητάρι σου να του δώσεις κι απλά ακόμα δεν το πήρε. Το παντελόνι που περιμένεις να χάσεις κάποια κιλάκια για να μπορέσεις να ξαναμπείς. Είναι μέσα κι εκείνη η μπλούζα. Εκείνη η σχεδόν λιωμένη από τα χρόνια μπλούζα που δεν πρόκειται να τη χαρίσεις σε κανέναν. Που ποτέ δεν πρόκειται να ξαναφορέσεις. Αλλά την κρατάς. Γιατί αυτή τη μπλούζα έχει μια ιστορία. Γιατί αυτή τη μπλούζα την αγάπησες. Κι ας μη φοριέται πια.
Το τραγουδάκι που σιγοτραγουδούσες, κόβεται απότομα. Ανοίγεις το συρτάρι και προσεκτικά σαν να κρατάς κάτι τόσο εύθραυστο αλλά και πολύτιμο μαζί· την παίρνεις στα χέρια σου. Μυρίζει κάπως περίεργα. Ήταν για πολύ καιρό κλεισμένη στην ντουλάπα. Εσύ παρ’όλα αυτά φέρνεις στο ρινικό σου σύστημα εκείνη τη μυρωδιά που είχε όταν την αγόρασες. Την είχες επιλέξει ανάμεσα σε τόσα άλλα κομμάτια. Κομμένη και ραμμένη στα μέτρα σου. Λες και σε περίμενε στο κατάστημα να την πάρεις. Τη φόρεσες. Την ξαναφόρεσες. Την αγάπησες αυτή την μπλούζα. Την ξαναμυρίζεις. Μια οικεία οσμή σου έρχεται, αλλά δεν είναι η δικιά σου. Μα βέβαια! Είναι η οσμή εκείνης της χαμένης σου αγάπης. Ένα τέτοιο φθινοπωρινό απόγευμα παραπονέθηκε ότι κρυώνει. Κι εσύ έβγαλες εκείνη τη μπλούζα και την έδωσες να τη φορέσει. Δε θα έδινες μια οποιαδήποτε μπλούζα στον αγαπημένο σου άνθρωπο. Θα έδινες την αγαπημένη σου μπλούζα.
Κάπου εκεί το σκηνικό απαιτεί τσιγάρο. Παρατάς τη δουλειά σου και ανάβεις ένα. Ανοίγεις ένα άλλο συρτάρι. Το συρτάρι με τις αναμνήσεις. Το συρτάρι της καρδιάς σου. Θυμάσαι εκείνον τον άνθρωπο. Θυμάσαι όλα εκείνα που έζησες μαζί του. Τη μέρα που γνωριστήκατε. Η αμηχανία. Τα κρύα εκείνα αστεία που λέγονται για να σπάσει ο πάγος. Το πρώτο σας φιλί. Δε χρειάστηκε δεύτερη φορά για να καταλάβετε τι νιώθετε ο ένας για τον άλλον. Περπατούσατε δίπλα δίπλα και κρατιόσασταν τόσο σφιχτά. Σαν να θέλατε να πάρετε πίσω όλη εκείνη τη ζωή που δε ζήσατε. Που δεν ήσασταν μαζί.
Ο χρόνος όμως δεν αστειεύεται. Άμα δε θέλει κάτι να γίνει, δε γίνεται που να χτυπιέσαι. Και είναι μεγάλος τσαρλατάνος. Πρώτα φθείρει με το πέρασμά του ό,τι αγαπάς και δε θέλεις να το χάσεις ποτέ και μετά σου μετριάζει την απώλεια με τον ίδιο τρόπο που σε πλήγωσε. Με το πέρασμά του. Και δεν είναι ότι δεν το παλέψατε. Το προσπαθήσατε και με το παραπάνω. Ό,τι όμως είναι να φθαρεί με το πέρασμα του χρόνου θα φθαρεί. Έτσι και η αγάπη σας. Αποδείχθηκε θνητή. Έλιωσε. Σαν εκείνη την μπλούζα που κρατάς πριν μπεις στο χρονοντούλαπο και ανοίξεις το συρτάρι με τις αναμνήσεις. Μη στεναχωριέσαι. Να είσαι υπερήφανος. Αναλογίσου αυτό. Αν αγάπησες ένα ρούχο τόσο που δε θέλεις να το πετάξεις κι ας πιάνει χώρο στην ντουλάπα σου, πόσο πολύ μπορείς να αγαπήσεις έναν άνθρωπο;
Άντε σήκω! Έχεις κάτι ρούχα να τακτοποιήσεις.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου