Σου έχει τύχει ποτέ να φας ένα άκυρο και παρ’ όλ’ αυτά να ανακουφιστείς; Κάτι που προσδοκούσες πολύ και πάρα την άτυχη κατάληξη να σκεφτείς πως ευτυχώς τελείωσε; Λογικά, τώρα θα σκέφτεσαι τι θέλει να πει αυτός. Πώς μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο. Ναι, ακούγεται κάπως οξύμωρο όλο αυτό αλλά ενίοτε μπορεί να συμβεί. Ειδικά σε περιπτώσεις που η αναμονή μπορεί να σε κάνει τρελό.
Έστω λοιπόν πως έχει βρεθεί ένα πρόσωπο που σε ενδιαφέρει. Το ενδιαφέρον φέρνει το κόλλημα, το κόλλημα την καψούρα και πάει λέγοντας. Και αφού το έχεις επεξεργαστεί όλο αυτό στον εγκέφαλό σου, παίρνεις τη μεγάλη απόφαση και εκφράζεσαι. Κάνεις την εξομολόγησή σου και αναμένεις. Και είτε ανταποκρίνεσαι και όλα είναι καλά, είτε τρως τη χυλόπιτά σου (μέσα στο παιχνίδι είναι κι αυτό), εύκολα ή δύσκολα τη χωνεύεις και πας παρακάτω.
Κάποιες φορές όμως δε γίνεται έτσι. Κάποιες φορές το πρόσωπο σου ζητάει χρόνο. Και προφανώς αυτό δεν είναι μεμπτό. Λογικό και θεμιτό είναι να θέλει να το επεξεργαστεί με τη σειρά του πριν σου δώσει κάποια απάντηση. Και αν είναι να ανταποκριθεί, τότε άξιζε η αναμονή. Άλλωστε τι νόημα θα είχε χωρίς λίγη αγωνία; Όταν όμως την αναμονή ακολουθεί η απόρριψη; Τότε σαφώς και η κατάσταση γίνεται πιο ζόρικη.
Προσεγγίζεις τον άνθρωπο που σε ενδιαφέρει και σου ζητάει το χρόνο του. Στο μεταξύ συνεχίζεις την πολιορκία. Ξέρεις, κομπλιμέντα, μηνύματα. Εκδηλώνεις με κάθε δυνατό τρόπο το ενδιαφέρον σου. Και το πρόσωπο θέλει το χρόνο του. Και ο χρόνος περνάει. Και όσο ο χρόνος αυτός περνάει, εσένα οι σκέψεις σου παίζουν καραμπόλα. Στην αρχή ο ενθουσιασμός σου είναι στα ύψη. Φλερτάρεις σαν να μην υπάρχει αύριο και κάθε χαμόγελο που απαντάει στα κοπλιμέντα σου, κάθε καρδούλα που αντιδράει στο μήνυμά σου σε κάνει να νομίζεις πως είσαι σε καλό δρόμο.
Ο χρόνος όμως περνάει. Αρχίζει και γίνεται απελπιστικό το πέρασμά του. Οι όποιες ελπίδες, αρχίζουν να κλονίζονται. Τα ψυχολογικά σκαμπανεβάσματα γίνονται μέρος της καθημερινότητάς σου. Τρόπος ζωής. Ζεις μια αναμονή ανούσια που στο πίσω μέρος του εγκεφάλου σου, έχεις αρχίσει και συνειδητοποιείς πως δεν οδηγεί πουθενά. Όπως όμως κάθε καψουράκι που σέβεται τον εαυτό του, έτσι κι εσύ δεν το βάζεις κάτω. Συνεχίζεις να ελπίζεις, περιμένοντας να γίνει το θαύμα. Κι ας πλέον ξέρεις κι εσύ πλέον πως περί θαύματος θα πρόκειται. Ξυπνάς το πρωί με το ηθικό σου ακμαιότατον. Έχεις εκείνο το προαίσθημα πως σήμερα θα δεχθείς εκείνο το τηλέφωνο, εκείνο το μήνυμα από το πρόσωπο, που θα σου λέει πως σου ζητάει να βρεθείτε οι δυο σας, με όλα τα περαιτέρω. Και βλέπεις κάθε τρεις και λίγο το κινητό σου. Μήπως έστειλε μήνυμα και δεν το είδες; Μήπως τηλεφώνησε και δεν το άκουσες; Ανοίγεις και τις εφαρμογές μία-μία, μην τυχόν και κάποια σκάλωσε. Όμως τίποτα. Το ηθικό ξαφνικά χαμηλά. Τα νεύρα κρόσσια. Και πέρασε άλλη μία μέρα. Μια τελευταία ματιά στο κινητό πριν κοιμηθείς. Μια από τα ίδια. Και αύριο. Και μεθαύριο. Τίποτα. Δεν.
Ώσπου μια μέρα, έρχεται η απάντηση. Η απάντηση που προφανώς και δεν είναι η επιθυμητή, είναι όμως η αναμενόμενη. Δυστυχώς εσείς οι δύο δεν μπορείτε να είσαστε μαζί. Το πρόσωπο δεν ενδιαφέρεται. Σε χάλασε; Φυσικά και σε χάλασε. Ερωτεύτηκες. Δεν μπορείς να χωνέψεις πως τόσο καιρό περίμενες το απόλυτο τίποτα. Το άκυρο. Καθώς όμως παίρνεις εκ νέου το χρόνο σου, αυτήν τη φορά για τον εαυτό σου, μια περίεργη ανακούφιση αρχίζει και σε περιβάλλει. Αισθάνεσαι πως παίρνεις ξανά τον έλεγχο του εαυτού σου και της ζωής σου. Και μήπως δεν είναι έτσι; Παύεις πια να εξαρτιέσαι από ένα ναι ή ένα όχι. Να είναι το κινητό σου το ζωτικό σου όργανο.
Κάπως έτσι μια αναμονή γίνεται χειρότερη από μια απόρριψη. Από ένα άκυρο, βαρύ ομολογουμένως για το στομάχι. Που συγκριτικά όμως με το περίμενε, είναι απελευθερωτικό, αφού σε κράταγε δεμένο σε όλα αυτά που ήταν να γίνουν και έγιναν. Ή σε εκείνα που δεν ήταν να γίνουν και τελικά δεν έγιναν. Άξιζε άραγε τον κόπο;
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη