Μια σύγχρονη μορφή θεάτρου που κερδίζει όλο και περισσότερους φίλους είναι το stand up comedy. Πρωτοεμφανίστηκε περίπου πριν από 50 χρόνια στην Αμερική και την Αγγλία, ωστόσο σύντομα διαδόθηκε σε όλο τον κόσμο και έγινε δημοφιλές. Στην Ελλάδα πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’90, στο comedy club «Νύχτες Κωμωδίας» που ίδρυσε η σκηνοθέτης και παραγωγός Λουκία Ρικάκη και στη σκηνή του έκαναν τα πρώτα τους βήματα σχεδόν όλοι οι stand up κωμικοί μας.
Το stand up comedy δεν απαιτεί ιδιαίτερα σκηνικά και κοστούμια. Ο performer στέκεται όρθιος στη σκηνή και το μόνο που χρειάζεται είναι το μικρόφωνό του. Τα κείμενα είναι μονόλογοι τους οποίους γράφει μόνος του, σχεδόν πάντα με σκωπτικό ύφος και συνήθως πραγματεύονται καθημερινές καταστάσεις, εμπνευσμένες από την επικαιρότητα. Ωστόσο τα κείμενα δεν έχουν αποκλειστικό σκοπό τη διασκέδαση του κοινού, αφού performer δεν επιδιώκει μόνο το γέλιο του ακροατηρίου. Μέσα από το χιούμορ και πίσω από τη σάτιρα, προσπαθεί να αναδείξει προβληματισμούς. Να βγάλει στην επιφάνεια ερωτήματα για κάποιες καταστάσεις που ο καθένας μπορεί να βιώνει, αλλά δεν εκφράζει. Χωρίς ταμπού και με το στοιχείο της βωμολοχίας έντονο κάποιες φορές, τα λέει ακριβώς όπως μπορεί να τα έχει ο καθένας στο μυαλό του.
Το stand up comedy διαφέρει από τα άλλα είδη θεάτρου για αυτόν ακριβώς το λόγο. Αν για παράδειγμα συγκρίνουμε ένα κείμενο stand up comedy με ένα κείμενο επιθεώρησης με μια πρώτη ματιά θα σταθούμε στα εμφανή κοινά σημεία των δύο. Διασκέδαση και ψυχαγωγία. Διακωμώδηση και σαρκασμός. Αν όμως το δούμε λίγο βαθύτερα, θα διαπιστώσουμε πόσο πιο απαιτητικό και πιο άμεσο σε έκθεση είναι το stand up. Σε μια επιθεώρηση όσο καυστική κι αν είναι η παράσταση αποτελείται από μια ομάδα ηθοποιών που καθένας έχει τον ρόλο του στο έργο. Πίσω απ’ τα σκηνικά και τα θεατρικά κοστούμια ο θεατής παρακολουθεί μια φανταστική εν μέρει ιστορία να διαδραματίζεται μπροστά του. Ο ηθοποιός υποκρίνεται κάποιον φανταστικό χαρακτήρα και πίσω από αυτή την υπόκριση μπορεί κάπως πιο άνετα να εκφράσει το ρόλο του ή και να εκφραστεί ακόμα και ο ίδιος. Στο stand up comedy είναι τελείως διαφορετικά τα πράγματα. Κοστούμια και σκηνικά δεν υπάρχουν. Ο performer είναι μόνος επί σκηνής, παρέα με το μικρόφωνό του και πρέπει να είναι ο εαυτός του. Η έκθεση λοιπόν στην περίπτωση αυτή είναι μεγαλύτερη, κάτι που καθιστά το stand up comedy πολύ πιο απαιτητικό από οποιαδήποτε θεατρική παράσταση. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που είχε δώσει ο Jerry Seinfeld, ένας από τους μεγαλύτερους performer της Αμερικής. Είχε πει: «Σύμφωνα με τις περισσότερες έρευνες ο νούμερο ένα φόβος των ανθρώπων είναι να μιλάνε δημόσια. Δεύτερος είναι ο θάνατος. Σας ακούγεται σωστό; Αυτό σημαίνει πως οι περισσότεροι άνθρωποι θα προτιμούσαν σε μια κηδεία να είναι μέσα στο φέρετρο παρά να βγάλουν τον επικήδειο!».
Βασικό προσόν ενός performer, πέρα από το χιούμορ και την εκφραστικότητα, είναι και η παρατηρητικότητα. Ο performer πρέπει να είναι παρατηρητικός. Μέσα σε μια συνηθισμένη κατάσταση και πέρα από τα εμφανή ευτράπελα, πρέπει να μπορεί να εντοπίζει το «κρυμμένο» αστείο εκεί που οι άλλοι δεν μπορούν να το δουν. Κι αυτή είναι η συνταγή ενός πετυχημένου αστείου σύμφωνα με το stand up comedy, καθώς το κείμενο -ή το σενάριο αν προτιμάς- δεν είναι προϊόν μυθοπλασίας, αλλά βγαλμένο απ’ την καθημερινότητα που ζει ο ίδιος και το ακροατήριο. Ψάχνει να βρει το γελοίο του πράγματος εκεί που κανένας άλλος δε σκέφτηκε να ψάξει και να το μοιραστεί με το κοινό του, αναδεικνύοντάς το με σαρκαστικό και γλαφυρό τρόπο και κάνοντας το κοινό μια μεγάλη παρέα.
Το stand up comedy αναμφισβήτητα αποτέλεσε καινοτομία στον χώρο του θεάτρου. Μια μορφή υποκριτικής, χωρίς όμως να υπάρχει υποκριτής μιας και ο πρωταγωνιστής, ο σολίστας, είναι απλώς ο εαυτός του. Μια παράσταση χωρίς πλοκή και σενάριο. Αφού η ιστορία είναι η ίδια η ζωή. Και είναι γνωστό άλλωστε. Η ζωή πάντα δίνει τα πιο ευφάνταστα σενάρια.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.