Κάποτε σε κάποιο μπαρ κάθονταν ένας Αμερικανός, ένας Άγγλος κι ένας Ιρλανδός. Καθώς απολάμβαναν την μπίρα τους, μια μύγα πήγε και έκατσε στο ποτήρι του Αμερικανού. «Μπάρμαν, σε παρακαλώ. Φέρε μου μια άλλη μπίρα.». Ο μπάρμαν του την άλλαξε και ο Αμερικανός συνέχισε να πίνει. Λίγο αργότερα η μύγα πάει και κάθεται στο ποτήρι του Άγγλου. Αυτός ατάραχος βγάζει τη μύγα από το ποτήρι και συνεχίζει να πίνει. Κάποτε η μύγα πάει και μπαίνει στο ποτήρι του Ιρλανδού. Αυτός εκνευρισμένος πιάνει το έντομο και του λέει όλο νεύρα: «Φτύσε την γρήγορα, άτιμο ζωύφιο!» Μπίρα. Το πιο δημοφιλές ποτό ανά τον κόσμο και το δεύτερο αρχαιότερο μετά το κρασί. Η ιστορία της χάνεται στα βάθη των αιώνων, όμως είναι πραγματικά ενδιαφέρουσα. Είτε σου αρέσει η μπίρα είτε όχι αξίζει μια αναφορά στην πορεία της στον χρόνο.
Η πιο διαδεδομένη άποψη που επικρατεί είναι αυτή που λέει πως η μπίρα ανακαλύφθηκε από τους Σουμέριους πριν από περίπου έξι χιλιάδες χρόνια. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η ανακάλυψή της έγινε τυχαία όταν ένα κομμάτι ψωμί βράχηκε. Το υγρό κομμάτι υπέστη φυσική ζύμωση από τον αέρα που φυσούσε κι έτσι οι Σουμέριοι παρήγαγαν την πρώτη μπίρα, την οποία αφιέρωσαν στους θεούς τους.
Μετά την πτώση του πολιτισμού των Σουμέριων, τη σκυτάλη πήραν οι Βαβυλώνιοι που εξέλιξαν την παραγωγή της, χρησιμοποιώντας κι άλλα υλικά ως πρώτη ύλη, όπως προσμίξεις διαφόρων σπόρων καθώς και το φυτό έμμερ που ευδοκιμούσε στη Βαβυλωνία. Στη συνέχεια, η παραγωγή μπίρας πέρασε στα χέρια των αρχαίων Αιγυπτίων. Ωστόσο, αναφορικά με την Αίγυπτο, μεγάλο ενδιαφέρον έχει ο μύθος που συνδέεται με την μπίρα στη χώρα των Φαραώ. Πρόκειται για έναν μύθο που έχει βρεθεί χαραγμένος σε βασιλικούς τάφους σε πυραμίδες. Ο μύθος αυτός ήθελε το Θεό Ρα να είναι απογοητευμένος από τους ανθρώπους. Αποφάσισε λοιπόν να στείλει την κόρη του Αθώρ να τους συνετίσει. Αυτή όμως ήταν τόσο θυμωμένη που ο Ρα φοβήθηκε πως θα αφανίσει ολόκληρο το ανθρώπινο είδος. Μη προλαβαίνοντας να την γυρίσει πίσω έφτιαξε μια τεράστια ποσότητα μπίρας και την σκόρπισε στα χωράφια. Η Αθώρ, βλέποντας το είδωλό της να αντανακλάται στην μπίρα, θέλησε να γευτεί το υγρό με την ωραία μυρωδιά. Ήπιε, λοιπόν, και καθώς της άρεσε η γεύση, κατανάλωσε όλη την μπίρα. Μέθυσε και έπεσε σε λήθαργο. Έτσι ξέχασε τον λόγο για τον οποίο κατέβηκε στη γη, οι άνθρωποι σώθηκαν και αυτή έγινε η Θέα του ζύθου.
Κάπου στα τέλη της πρώτης χιλιετίας, σε μοναστήρια της Βαυαρίας, οι μοναχοί άρχισαν να παράγουν δική τους μπίρα. Την έπιναν σαν τονωτικό ποτό που βοηθούσε τον οργανισμό να ανταπεξέλθει στις μεγάλες νηστείες. Όταν η παραγωγή υπερκάλυπτε τις ανάγκες, αποφάσισαν να την εμπορευτούν. Οι άρχοντες είδαν ένα επικερδές εμπόριο να αναπτύσσεται και αποφάσισαν να διεκδικήσουν το δικό τους μερίδιο της αγοράς. Αφού επέβαλαν δυσβάσταχτους φόρους στα μοναστήρια και αναγκάζοντας τους μοναχούς να κλείσουν τα ζυθοποιεία τους, ξεκίνησαν δική τους παραγωγή σε δικά τους εργαστήρια. Από τότε άρχισε ο διαχωρισμός μεταξύ γερμανικής και ολλανδικής μπίρας, καθώς και μεταξύ άλλων χωρών λίγα χρόνια μετά. Χαρακτηριστικός ήταν ο νόμος περί καθαρότητας της μπίρας που συνέταξε ο Δούκας της Βαυαρίας Γουλιέλμος ‘Δ, όπου η μπίρα πρέπει να περιέχει μόνο λυκίσκο, κριθάρι και νερό. Παρ’ όλο που ο νόμος δεν επικράτησε, πολλές γερμανικές ζυθοποιίες κράτησαν αυτή τη συνταγή.
Από τότε μέχρι σήμερα η παραγωγή της μπίρας εξελίχθηκε και έγινε το δημοφιλέστερο ίσως ποτό. Από τα πρώτα ξύλινα μέχρι τα μετέπειτα μεταλλικά βαρέλια και τις εμφιαλωμένες μπίρες, καταμετρώνται πάνω από 100 διαφορετικά είδη μπίρας, ανάλογα με τη ζύμωση, την πρώτη ύλη, ακόμα και τη χώρα προέλευσης. Όπως και να ‘χει, οποία μπίρα κι αν επιλέξει κανείς, πάντα αυτή θα αποτελεί το ποτό της παρέας. Πόσοι φίλοι δεν έσμιξαν μετά από χρόνια, πόσες παρεξηγήσεις δε λύθηκαν με ένα μπουκάλι ζύθου στο τραπέζι μιας pub; Ή ακόμα και δύο ή περισσότερων; Και πάντα με την ίδια φράση… «Πάμε για καμιά μπίρα;».
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.