Όλοι μας συναναστρεφόμαστε άλλους ανθρώπους. Είτε στη δουλειά μας είτε στη σχολή μας, ακόμα και μέσα στην ίδια μας την οικογένεια, περιστοιχιζόμαστε από άτομα με τα οποία έχουμε συχνή –αν όχι καθημερινή– επαφή. Κάποια απ’ τα άτομα αυτά τα γουστάρουμε και περνάμε ευχάριστα τον χρόνο που μας αναλογεί μαζί τους, με κάποια πάλι δεν τα πολυβρίσκουμε, οπότε βαριόμαστε ή κι εκνευριζόμαστε. Ό,τι αφορά την πρώτη κατηγορία επιδιώκουμε τις επαφές μαζί τους κι ό,τι αφορά τη δεύτερη, μπορούμε κάλλιστα να τις αποφύγουμε, μιας και μας χαλάνε. Υπάρχει, όμως, και κάποιος που μας αρέσει-δε μας αρέσει, είμαστε υποχρεωμένοι να τον βλέπουμε καθημερινά κι επί εικοσιτετραώρου βάσεως. Ποιος είναι αυτός; Μα, φυσικά, ο ίδιος μας ο εαυτός.

Πώς, λοιπόν, περνάς με τον εαυτό σου; Τα βρίσκεις μαζί του; Ή, μήπως, επιθυμείς διακαώς τον στραγγαλισμό του; Με τον εαυτό σου η επαφή είναι συνεχής κι αδιάκοπη. Απ’ τη στιγμή που θα ανοίξεις τα μάτια σου το πρωί, μέχρι και το βράδυ που θα ξαναπέσεις για ύπνο, θα ‘χεις να κάνεις μαζί του. Στον πρώτο καφέ της ημέρας θα ‘ναι εκεί, να σου πει αν χρειαζόταν περισσότερη ζάχαρη ή αν τον έκανες πολύ γλυκό. Όταν ντύνεσαι, είναι εκεί για να σε προβληματίσει. «Ταιριάζει αυτή η μπλούζα με το παντελόνι που φόρεσες;» Στο αυτοκίνητο, να σου κάνει οδηγικές υποδείξεις. «Κόψε λίγο, πολύ το τρέχεις.»

Δέχεσαι μια αδιάκοπη κριτική απ’ τον εαυτό σου, για τον εαυτό σου, από αυτήν την οντότητα που σαν να υπάρχει γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο. Να σε επικροτεί για ό,τι καλό έκανες και για να σου τα χώνει για ό,τι κακώς έπραξες. Αλλά ακόμη και τότε θα σου δείξει κατανόηση. Μην ξεχνάς, άλλωστε, πως δεν μπορείς να του κρύψεις τίποτα. Ξέρει τα πάντα για ‘σένα. Τι έκανες, τι σκέφτηκες, τη χαρά σου, τη θλίψη σου. Είναι ο μόνος που δε θα σε ρωτήσει ποτέ εκείνο το σπαστικό, καμιά φορά, «Τι έχεις;», που οι περισσότεροι στο ρωτάνε στις πιο ακατάλληλες στιγμές. Εκείνος δε χρειάζεται να σε ρωτήσει. Ξέρει.

Στα ζόρια σου είναι εκεί. Θα κλειστείς στο σπίτι και θα απομονωθείς με τη μουσική σου και τις σκέψεις σου; Θα καθίσει μαζί σου. Θα βγεις να μπεκρουλιάσεις μέχρι το πρωί, γιατί πονάς κι η στεναχώρια σου σε ‘χει πάρει από κάτω; Θα σε συντροφεύσει. Μέχρι το τελευταίο λεπτό των αντοχών σου. Μέχρι την τελευταία σταγόνα αλκοόλ στο ποτήρι σου. Θα σου την πει, όχι ότι θα το γλυτώσεις, αλλά την κατάλληλη στιγμή. Όταν θα έρθει η ώρα.

Αυτή είναι και μία βασική διαφορά ανάμεσα στον εαυτό σου και τους φίλους σου. Κι εννοείται ότι δεν υποτιμάς τους φίλους σου. Κι η παρέα σου θα ‘ναι εκεί, να σε ακούσει, να σου συμπαρασταθεί. Όμως δεν παύουν και τα φιλαράκια σου να ‘χουν τα δικά τους θέματα. Κάποια στιγμή δε θα πρέπει να ασχοληθούν και με τα ζόρια τους; Ειδικά όταν, ενώ κι εσύ θέλεις, δεν είσαι σε θέση να βοηθήσεις, τη δεδομένη στιγμή. Ναι, θέλουν να σε δουν καλά. Θέλουν να σε δουν να ξαναπαίρνεις τα πάνω σου. Τον χρόνο, όμως, και τον τρόπο της επανόδου σου μόνο ο εαυτός σου τον ξέρει. Καμιά φορά, ούτε αυτός. Δε θα σου πει ποτέ, όμως, «Τι θα γίνει ρε μεγάλε; Θα πάει μακριά η βαλίτσα;». Θα περιμένει μαζί σου. Με υπομονή.

Αργά η γρήγορα, έρχεται κι η ώρα που πρέπει να ‘ρθεις αντιμέτωπος με τον εαυτό σου. Που θα σε κράξει γιατί πολύ καιρό τώρα στα ‘χει μαζεμένα. Θα σου θυμίσει όλα αυτά που έκανες όλον αυτό τον καιρό που πέρασες τη θλίψη σου, τη δύσκολή σου φάση. Και, ξέρεις, θα ‘ναι το πιο σκληρό κράξιμο. Δεν πρόκειται να τα βάλει μαζί σου, γιατί τόσο καιρό θρηνείς ένα χαμένο έρωτα ή μια προδοσία. Εξάλλου, εκεί ήταν. Τα έβλεπε. Τα ζούσε μαζί σου. Στιγμή τη στιγμή, λεπτό το λεπτό. Θα σου το τραβήξει, όμως, το αφτάκι γιατί εσύ ο ίδιος υποτίμησες εσένα και κατ’ επέκταση τον εαυτό σου.

Γιατί όταν εσύ ξεχνάς ότι κι εσύ αξίζεις, έρχεται ο εαυτός σου να σε συνεφέρει. Πότε; Όταν έρθει η ώρα. Ο εαυτός σου, όμως. Πρώτα αυτός, μετά εσύ κι έπονται οι υπόλοιποι στην αρχή της καινούριας σου ζωής. Κι όταν έρθει η ώρα, άκου τι θα σου πει. Κάτι παραπάνω ξέρει.

Συντάκτης: Δημήτρης Ευσταθιάδης
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη