Μια φορά κι έναν καιρό, κάπου στη δεκαετία του ’90, οι σημερινοί σαράντα-κάτι-δες ήταν έφηβοι. Η εφηβεία τους και ο τρόπος ζωής τους ήταν τελείως διαφορετικός σε σχέση με σήμερα. Χωρίς ίντερνετ, χωρίς κινητά τηλέφωνα, η διασκέδασή τους ήταν αλλιώτικη. Η επικοινωνία μεταξύ τους ήταν περιορισμένη ενώ οι ειδήσεις και τα νέα της παρέας διαδίδονταν από στόμα σε στόμα. Υπήρχε καλύτερο νέο από ένα πάρτι που επρόκειτο να γίνει στο σπίτι κάποιου και όχι υποχρεωτικά μέλους της παρέας;
Πέρα από τα σαββατοκύριακα οι εκτός σχολείου συναντήσεις με φίλους ήταν σχεδόν απαγορευμένες. Η δε επιστροφή στο σπίτι είχε αυστηρό χρονοδιάγραμμα. Αν υπερέβαινες το χρονικό περιθώριο που όριζαν οι γονείς υπήρχαν συνέπειες. Η τιμωρία καραδοκούσε. Τι πιο λυτρωτικό λοιπόν από ένα πάρτι σε σπίτι; Ένα πάρτι πάντα δικαιολογούσε επιμήκυνση στο χρονικό όριο της εξόδου. Επιπλέον λίγο η ατμόσφαιρα, λίγο η μουσική βοηθούσαν να βρεις το θάρρος να κάνεις πράγματα που υπό άλλες συνθήκες ίσως να μην τολμούσες. Έτσι από τη μέρα που έφτανε η πρόσκληση μέχρι τη μέρα που θα γινόταν το πάρτι, όλος ο κόσμος σου περιστρεφόταν γύρω από αυτό το θέμα. Το πρώτο που έπρεπε να επιλυθεί ήταν τι θα φορέσεις. Δεν ήταν δυνατόν να πας με τις καθημερινές σου αθλητικές φόρμες και τις φούτερ μπλούζες που είχες για το σχολείο.
Η ημέρα του πάρτι φτάνει. Συνήθως Παρασκευή απόγευμα ή Σάββατο ώστε την άλλη μέρα να μην έχεις σχολείο και να μπορείς να γυρίσεις κάπως πιο αργά σπίτι. Οι πρώτες στιγμές στον χώρο ελαφρώς αμήχανες. Μικρά πηγαδάκια κολλητών σχηματίζονται εξερευνώντας με τα μάτια τον χώρο. Αναμμένα φώτα, ο μπουφές γεμάτος με κάθε είδους γαριδάκια και ίσως και κάποια τυροπιτάκια που έφτιαξε η μαμά του οικοδεσπότη πριν φύγει για να μην ενοχλεί τους καλεσμένους με την παρουσία της, αφήνοντας όμως πάντα αυστηρές εντολές. Να μην πειραχτεί αυτό, να μη σπάσει εκείνο και να μην τολμήσει κανείς να μπει στην κρεβατοκάμαρα. Εντολές φυσικά που δεν τηρούνται ποτέ και που και η ίδια το ήξερε αλλά έπρεπε να τις δώσει. Ένας ένας οι καλεσμένοι μαζεύονται, μαζί τους και ακάλεστοι, και το πάρτι αρχίζει. Τα φώτα παραμένουν αναμμένα και η μουσική ρυθμική και ζωηρή λειτουργεί συνοδευτικά στις συζητήσεις ανάμεσα στα πηγαδάκια που σιγά σιγά αρχίζουν και διευρύνονται. Πλέον το πάρτι αποκτά νόημα. Τα ζευγαράκια έρχονται πιο κοντά, οι ελεύθεροι ξεχωρίζουν το πρόσωπο που τους ενδιαφέρει και που μέχρι εκείνο το βράδυ μπορεί να μην είχαν καν προσέξει.
Τα φώτα αρχίζουν και χαμηλώνουν. Η μουσική γίνεται πιο ρομαντική. Ζευγάρια χορεύουν αγκαλιασμένα στους ήχους των Roxette και του “Must have been love” ή του George Michael και του “Careless Whisper” όλα τα μπλουζ της εποχής που έχουν ηχογραφηθεί σε μια κασέτα. Τα πρώτα τσιγάρα έχουν ανάψει και μαζί με τα αναψυκτικά αρχίζουν να βγαίνουν τα πρώτα αλκοολούχα που κάποιοι από τους καλεσμένους έφεραν κρυφά. Γιατί όπως και να το κάνουμε, πάρτι χωρίς σταγόνα οινόπνευμα δε γίνεται. Πρέπει ο ενδιαφερόμενος να βρει το θάρρος να πλησιάσει το πρόσωπο και να του ζητήσει να τα φτιάξουν. Στη χειρότερη περίπτωση πρέπει με κάποιο τρόπο να διαχειριστεί τη χυλόπιτα κι αυτό χωρίς ποτό μοιάζει δύσκολο. Η απόρριψη σε κάθε ηλικία πονάει. Μοιραία όμως κάποιος θα την βιώσει και κάποιος άλλος θα μεθύσει από τον πόνο της καψούρας σε ένα τέτοιο πάρτι. Ένας πικρός καφές, αίσθημα εμέτου και μετά όλα εντάξει. Τίποτα δε θα μπορούσε να χαλάσει την όμορφη ατμόσφαιρα.
Κάπου εκεί λίγο πριν τα μεσάνυχτα η μουσική πρέπει να χαμηλώσει, προτού οι γείτονες αρχίσουν να διαμαρτύρονται. Κι ενώ χαμηλώνει η ένταση τόσο ώστε να διατηρείται η αισθησιακή ατμόσφαιρα, ο αθώος ερωτισμός που έχει φουντώσει παραμένει στα ύψη. Τότε ήταν που έπεφτε η ιδέα για παιχνίδι και φυσικά όχι για επιτραπέζιο. Όλοι καταλάβαιναν για ποιο παιχνίδι γινόταν λόγος. Μπουκάλα. Ένα άδειο μπουκάλι όριζε ποιο ζευγάρι θα φιληθεί. Πυθία. Αυτός που την παρίστανε έπρεπε να υποδείξει σε ένα ζευγάρι πού και πώς θα φιληθεί. Το φιλί και στις δυο περιπτώσεις έπρεπε να δοθεί αυστηρά στο στόμα. Θάρρος ή Αλήθεια. Αυτός που έμπαινε στη δοκιμασία έπρεπε να επιλέξει να κάνει κάτι παράτολμο εκεί μπροστά στους άλλους ή να απαντήσει ειλικρινά σε κάποια προσωπική ερώτηση. Το ζητούμενο όμως είχε πάντα ερωτικό χαρακτήρα και κανένας δεν τολμούσε να αρνηθεί την πρόκληση. Ήταν θέμα prestige.
Κάπως έτσι περνούσαν οι ώρες και η ώρα που το πάρτι έπρεπε να διαλυθεί πλησίαζε. Το σπίτι έμοιαζε με βομβαρδισμένο τοπίο αλλά έπρεπε να συμμαζευτεί πριν γυρίσουν οι γονείς. Το συμμάζεμα γινόταν όπως όπως. Άλλωστε αυτός ήταν όρος απαράβατος προκειμένου να δοθεί η άδεια να γίνει το πάρτι. Αλλά εκτός από τις ώρες περνάνε και τα χρόνια και τα πάρτι αυτά αποτελούν πλέον αναμνήσεις. Αναμνήσεις νοσταλγικές που πάντα θα έχουν στην καρδιά και το μυαλό τους όσοι τα ζήσανε. Τα ρομαντικά και αθώα πάρτι των 90’s.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.